Πέμπτη 28 Νοεμβρίου 2019

Εκατό χρόνια από τη γέννηση του J.D. Salinger


  Τζερόμ Ντέιβιντ Σάλιντζερ (Jerome David "J.D. Salinger, (1 Ιανουαρίου 1919 - 27 Ιανουαρίου 2010) ήταν Αμερικανός συγγραφέας ο οποίος διακρίθηκε σε νεαρή ηλικία. Παρά την αναγνώριση που κέρδισε, πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε απομόνωση για παραπάνω από μισό αιώνα. Κυκλοφόρησε το τελευταίο βιβλίο του το 1965 και έδωσε την τελευταία του συνέντευξη το 1980.

Ο Σάλιντζερ μεγάλωσε στο Μανχάταν της Νέας Υόρκης και ξεκίνησε την συγγραφική του σταδιοδρομία γράφοντας σύντομες ιστορίες κατά την περίοδο όπου παρακολουθούσε μαθήματα στο γυμνάσιο. Αρκετά από αυτά δημοσιεύτηκαν μετέπειτα στο φιλολογικό περιοδικό "Story" στις αρχές της δεκαετίας του 1940, πριν ο Σάλιντζερ υπηρετήσει στον στρατό κατά την διάρκεια του Β´ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1948, το διήγημα του με τίτλο "A Perfect Day for Bananafish" (Ιδανική μέρα για μπανανόψαρα) δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "The New Yorker", το οποίο δημοσίευσε και πολλά μετέπειτα έργα του.
 
Ο Σάλιντζερ άξιζε και με το παραπάνω να εισέλθει στο Πάνθεον των μεγάλων συγγραφέων. Το 1951, σχεδόν μετά τον απόηχο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το διήγημα του με τίτλο: "The Catcher in the Rye" (Ο φύλακας στη σίκαλη) έγινε αμέσως με την κυκλοφορία του μεγάλη επιτυχία. Γιατί, στο πρόσωπο του ήρωά του Χόλντεν Κόλφιλντ, ο Σάλιντζερ κατόρθωσε να μετουσιώσει έναν συμβολικό ανθρώπινο τύπο σε πανανθρώπινο σύμβολο και συμπεριφορά, εμφυσώντας μέσα στο πρότυπο τούτο όλα τα χαρακτηριστικά της σκέψης και της συμπεριφοράς πάνω και πέρα από ιστορικούς χρόνους, συγκεκριμένες εποχές και μεμονωμένες χώρες. 

  Ο Χόλντεν Κόλφιλντ είναι ένας 16χρονος, που μετά την αποβολή του από το καλό ιδιωτικό σχολείο όπου φοιτούσε, βρίσκεται ν’ αλητεύει μόνος του στη Νέα Υόρκη, μη θέλοντας να επιστρέψει νωρίτερα στο πατρικό του για τις διακοπές των Χριστουγέννων και προδοθεί. Ο Χόλντεν στην περιπλάνησή του συναντά όλους τους τύπους ανθρώπου, κρίνει τον περίγυρό του, αγχώνεται και οργίζεται. Είναι το πρότυπο του αγοριού που θα μπορούσε να είναι φυσιολογικό κι όμως δεν είναι: ο κόσμος όλος του είναι αντιπαθής, οι συνομίληκοί του είναι ψεύτικοι και οι καθηγητές του δουλικοί υπαλληλίσκοι, που επικυρώνουν και παγιώνουν απλώς τις συμπεριφορές τους αυτές. Αλλά πως είναι δυνατόν, τούτος ο αγχωμένος έφηβος να μην μπορεί να βρει την ηρεμία ενώ ζει σε μία κοινωνία και σε μία εποχή που βρίσκονται στον κολοφώνα της ευημερίας τους; Αυτό είναι ένα ερώτημα που το δυτικό σύστημα έχει αρχίσει να εμπνέει στους ανήσυχους έφηβούς του ήδη πολύ πριν από την έκρηξη της γενιάς του ’68.

Πώς ξεκίνησε, αλήθεια, όλη αυτή η «βιομηχανία του Σάλιντζερ», όπως τη χαρακτήρισε κάποτε ο κριτικός Τζορτζ Στάινερ; Με ένα γράμμα του 21χρονου τότε Τζερόμ προς έναν φίλο του, όπου ανέφερε ότι εργάζεται σε ένα "αυτοβιογραφικό" μυθιστόρημα. Τρεις δεκαετίες αργότερα, στη μοναδική συνέντευξη που έδωσε ποτέ - στη 16χρονη μαθήτρια Λυκείου Τζόις Μέιναρντ - ο συγγραφέας έλεγε: "Η παιδική μου ηλικία έμοιαζε αρκετά με του παιδιού στον "Φύλακα". Οι συγγραφείς πάντοτε αυτοβιογραφούνται, ορίζει ο άτυπος κανόνας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χωρίζει άβυσσος τον Σάλιντζερ από τον Κόλφιλντ. Εκτός άλλων, ο πρώτος είναι ένας βετεράνος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (υπηρέτησε τη θητεία του από την D-Day ώς την πτώση του Βερολίνου) με μισοεβραϊκή,
μισοκαθολική κουλτούρα. Αλλά όπως και ο ήρωάς του, ήταν κι αυτός αρχηγός στην ομάδα ξιφασκίας του γυμνασίου του. Για να περάσουμε, όμως, στην πιο σημαντική ομοιότητά τους, φαίνεται πως και ο Σάλιντζερ είχε βιώσει την έλλειψη στοργής μέσα σ' έναν δυσνόητο κόσμο και τουλάχιστον μία ψυχολογική κατάρρευση μετά τον Πόλεμο.
Η επιτυχία που γνώρισε με το διήγημα αυτό έστρεψε τα φώτα της δημοσιότητας πάνω του, κάτι που ο Σάλιντζερ αποστρεφόταν, και ως αποτέλεσμα αποξενώθηκε και δημοσίευε νέα έργα όλο και σπανιότερα.
 Τα επόμενα διηγήματα του ήταν το "Nine Stories" (Εννέα ιστορίες) το 1953, το "Franny and Zooey" (Φράνι και Ζούι) το 1961, και το "Raise High the Roof Beam, Carpenters and Seymour: An Introduction" (Ψηλή σηκώστε στέγη, ξυλουργοί. Σίμορ, συστατικά στοιχεία) το 1963. Το τελευταίο του δημοσιευμένο γραπτό, ήταν μια νουβέλα με τίτλο "Hapworth 16" το 1924, η οποία δημοσιεύτηκε από το περιοδικό "The New Yorker" στις 19 Ιουνίου του 1965.

Πέθανε από φυσικά αίτια στις 27 Ιανουαρίου 2010, στο σπίτι του στο Νιού Χάμσαϊρ. Τον Νοέμβριο του 2013, τρία ακυκλοφόρητα διηγήματά του κυκλοφόρησαν στο διαδίκτυο για μικρό χρονικό διάστημα, με μια από τις ιστορίες, "The Ocean Full of Bowling Balls", να πιθανολογείται πως ασχολείται με τα γεγονότα πριν από αυτά που περιγράφονται στο "Ο φύλακας στη σίκαλη".

"Αποφάσισε ότι το καλύτερο πράγμα για το γράψιμο ήταν να μην έχει αλληλεπιδράσεις με άλλους ανθρώπους, ιδιαίτερα της λογοτεχνίας. Δεν ήθελε να εμπλέκεται σε "παιχνίδια", προτιμούσε, όπως ενθάρρυνε κάθε επίδοξο συγγραφέα, να βασίζεται στις δυνάμεις του" δηλώνει ο γιος του Ματ Σάλιντζερ στον "Guardian", ενώ επισημαίνει ότι ο πατέρας του δεν σταμάτησε ποτέ να γράφει και ένας μεγάλος όγκος δουλειάς είναι έτοιμος σύντομα να δει το φως της δημοσιότητας.
Όπως επισημαίνει ο Ματ, "Ο Τζ. Ντ. Σάλιντζερ είχε πολλές ιδέες και σκέψεις... Οδηγούσε το αυτοκίνητό του και το σταματούσε στην άκρη για να γράψει κάτι και να γελάσει με τον εαυτό του -μερικές φορές μού το διάβαζε, μερικές φορές όχι, ενώ πάνω σε κάθε καρέκλα του σπιτιού είχε κι ένα σημειωματάριο".

               διαβάστε απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Σάλιντζερ

                                         "Ο φύλακας στη σίκαλη"

  ...Η Φοίβη, η μικρή τετραπέρατη αδελφή του Χόλντεν Κώλφηλντ, συνομιλεί με τον μεγαλύτερο αδελφό της που έχει τρυπώσει κρυφά μια νύχτα στο πατρικό τους. Η ίδια έχει αντιληφθεί ότι τον έδιωξαν και πάλι από το σχολείο και αγανακτισμένη ζητάει να μάθει αν υπάρχει κάτι που να του αρέσει στον κόσμο.

 «Θα σε σκοτώσει ο μπαμπάς» μου λέει. «Θα σε σκοτώσει». Εγώ ούτε που την πρόσεχα όμως. Άλλο σκεφτόμουνα εγώ – μια τρέλα. «Ξέρεις τι θα ‘θελα;» της λέω. «Ξέρεις τι διάολο θα ‘θελα να γίνω; Λέω, ας πούμε, άμα ήτανε στο χέρι μου;».
«Τι; Μη λες παλιόλογα».
«Ξέρεις ένα τραγούδι που λέει όταν κορμί πιάνει κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια; Ε, θα ‘θελα -».
«Οταν κορμί σμίγει κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια» μου λέει η δικιά μου. Ποίημα είναι. Του Ρόμπερτ Μπερνς» […]
 «Εγώ νόμιζα πως λέει όταν κορμί πιάνει κορμί» της λέω. Αλλά τελοσπάντων, φαντάσου παιδάκια, όλο παιδάκια, που θα ‘ναι σ’ ένα μεγάλο χωράφι με σίκαλη και που θα παίζουνε ξερωγωκάτι, ένα παιχνίδι. Μιλάμε, χιλιάδες παιδάκια, κι εκεί γύρω να μην είναι κανείς – κανένας μεγάλος, λέω δηλαδή – μονάχα εγώ. Κι εγώ θα στέκομαι άκρη άκρη σ’ ένα ξεκούδουνο γκρεμό. Και η δουλειά μου εμένα θα ‘ναι να τα πιάνω εκεί που θα κοντεύουνε να πέσουνε στον γκρεμό – λέω, ας πούμε, εκεί που τρέχουνε και που δεν βλέπουνε πού πάνε, εγώ θα πρέπει να πετιέμαι από κάπου και να τα πιάνω. Μόνο αυτό θα ‘κανα όλη μέρα. Θα ‘μουνα ξερωγώ στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης. Τελείως παράνοια είναι, και το ξέρω, αλλά μόνο αυτό θα ‘θελα εγώ στο βάθος βάθος. Το ξέρω που είναι παράνοια».
Η δικιά μου έκανε ώρα να μιλήσει. Κι ύστερα, όταν μίλησε, είπε μόνο «Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει».
«Σκασίλα μου κι αν με σκοτώσει» της λέω […]


Rebel In The Rye / Επαναστάτης στη Σίκαλη


Ο κόσμος του θρυλικού συγγραφέα Τζ. Ντ. Σάλιντζερ μεταφέρεται στη μεγάλη οθόνη, σε αυτή την αποκαλυπτική ματιά στις εμπειρίες που διαμόρφωσαν έναν από τους πιο αναγνωρίσιμους, αμφιλεγόμενους και αινιγματικούς συγγραφείς των καιρών μας. Τοποθετημένο χρονικά στο πολύχρωμο κάδρο της Νέας Υόρκης των μέσων του 20ου αιώνα, το «Επαναστάτης στη Σίκαλη» ακολουθεί τον νεαρό Σάλιντζερ (Νίκολας Χουλτ), ενόσω αυτός προσπαθεί να βρει τη «φωνή» του, φλερτάρει με τη διάσημη κοσμική Ούνα Ο’Νιλ (Ζόι Ντόιτς) και πολεμά στις πρώτες γραμμές του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτές είναι οι εμπειρίες που θα διαμορφώσουν τη δημιουργία του αριστουργήματός του, «Ο Φύλακας στη Σίκαλη», θα τον κάνουν διάσημο –αλλά και διαβόητο- εν μία νυκτί και, τελικά, θα οδηγήσουν στην απόσυρση του από τα φώτα της δημοσιότητας για όλη την υπόλοιπη ζωή του. 

Σκηνοθεσία: Ντάνι Στρονγκ 

Πρωταγωνιστούν: Νίκολας Χουλτ, Ζόι Ντόιτς, Κέβιν Σπέισι, Σάρα Πόλσον