Το Εργαστήριο Αρχειακών Τεκμηρίων και Τύπου (ΕΑΤΤ) (Πανεπιστήμιο Πατρών) διοργάνωσε τη Β’ Επιστημονική Συνάντηση με θέμα «Το περιοδικό Πλανόδιον και οι συνεργάτες του» διαδικτυακά στις 12-14 Μαΐου 2022. Η Επιστημονική Συνάντηση έγινε για να τιμηθούν ο Γ. Πατίλης και οι λοιποί δωρητές του αρχείου του περιοδικού και των προσωπικών τους αρχείων και να ανοίξει την έρευνα για το σημαντικό αυτό περιοδικό. Η παρακάτω εισήγηση που αναγνώστηκε στη Συνάντηση, αναρτάται και στη μνήμη του Τ. Παυλοστάθη, απ' τους αρχικούς και βασικούς συνεργάτες του Πλανοδίου . Τον περασμένο μήνα ήταν η επέτειος του θανάτου του (3 Μαΐου 1999) ...
Τ. Παυλοστάθης, κείμενα και συνεργασία του με το περ. ‘‘Πλανόδιον’’
Απ’ την εποχή του ‘‘Λογίου Ερμή’’ (Βιέννη 1811), που οι εκδότες και συνεργάτες επιθυμούσαν το περιοδικό ν’ αποτελέσει το συνεκτικό δεσμό των νεοελλήνων, εντός κι εκτός Ελλάδας, θεωρώντας το ως ‘‘τό πρόχειρον καί καθημερινόν μέσον διά τοῦὁποίου οἱ πεπαιδευμένοι συνομιλοῦσι τρόπον τινά μέ το ἔθνος’’, η σύλληψη της ιδέας ενός περιοδικού, με τις ιδιαιτερότητες κι απαιτήσεις της κατηγορίας του λογοτεχνικού, η κυκλοφορία, οι συνεργάτες κι οι συνδρομητές, η καθιέρωση, τα άγχη κι οι φροντίδες ετοιμασίας κάθε νέου τεύχους, οι αποφάσεις – σταθμίσεις δημοσιευομένων, είναι μια πολύ σύνθετη, συνδυαστική υπόθεση που ξεπερνά απλά και μόνο την ικανοποίηση μιας προσωπικής ανάγκης, το εγωιστικό κίνητρο. Ο οίστρος νεαρών ποιητών για αυτόνομα λογοτεχνικά περιοδικά εγχειρήματα, μπορεί και να συνιστούσε ‘‘καλή’’ παθολογία στο χώρο των Γραμμάτων. Κι η εικόνα – ταυτότητα κάθε εντύπου αντανακλά την προσωπικότητα του υπευθύνου – διευθυντή του.
Τίποτε δεν προμήνυε, στα τέλη του πολύπαθου 20ού αι. τη σεισμικήν αποσάθρωση του πολιτισμού του βιβλίου, που είχε μετατραπεί σε πολιτισμό της εικόνας· ήδη από τις αρχές του 21ου αι., η τυπογραφική κουλτούρα, ζη την εφαρμογή διαδικασιών ψηφιακής μετάβασης στα νέα δεδομένα. Μεταπολιτευτικά, ισχυρά κι ενισχυμένη η Γενιά του ’70, κυρίως τη δεκαετία του ’80, που τα πολιτικά οράματα της Αλλαγής δημιουργούσαν ευφορίαν, ευκαιρίες ανέλιξης κι ανενδοίαστα έτοιμοι οι εκπρόσωποί της να προσχωρήσουν, στο επίπεδο των Γραμμάτων, το περιοδικό σαν μέσο, αποτελούσε σταυροδρόμι, σημείο συνάντησης, αποτύπωση του σφυγμού της πνευματικής πραγματικότητας, ζύμωσης ιδεών και τάσεων, καθρέπτη της δημιουργίας, υποκίνηση συναγωνισμών, βήμα κριτικής, χώρον υποδοχής και καλωσορίσματος του νέου και των νέων, ανοίγματος σε άλλες λογοτεχνικές επικράτειες, μέσω μεταφράσεων. Αλλά ας μην παραγνωρίζεται ότι η κυκλοφορία και διεύθυνση ενός (λογοτεχνικού) περιοδικού, συνιστούσε και μέσο παρέμβασης, επηρεασμού ή και καθορισμού των πνευματικών πραγμάτων, με τη σφυρηλάτηση ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας, επενέργεια στις εκδόσεις, τη διακίνηση βιβλίων, την απονομήν ετήσιων κρατικών βραβείων, μέσω της συμμετοχής σε σχετικές Επιτροπές ‘‘ανθρώπων’’ του, στη λειτουργία ενός είδους χρηματιστηρίου σε έναν όμως μη εμπορευματοποιημένο κόσμο, με υπερτιμήσεις, υποτιμήσεις, αποκλεισμούς κι αποσιωπήσεις.
Στην Αθήνα ήδη το 1986 υπήρχαν, πέραν του παλιού-συντηρητικού, δυο νέα λογοτεχνικά περιοδικά ευρείας κυκλοφορίας και κάποια ιδιαίτερης θεματικής. Γνωστή και από πολλούς συμμεριζόμενη η άποψη της διάκρισής τους σε, περιοδικά αρχών, ιδεολογικών ή αισθητικών, των οποίων ένας από τους σημαντικότερους στόχους είναι να ασκήσουν έλεγχο, ή να προσέλθουν σε κρίσιμους διαλόγους, μέσα στο χώρο των Γραμμάτων της εποχής τους, και σε περιοδικά όπου επικρατεί καθαρή η επιθυμία της καλλιτεχνικής λογοτεχνικής έκφρασης[1]. Ο Γιάννης Πατίλης, γεννημένος στην Αθήνα με σπουδές Νομικών, Νεοελληνικής Φιλολογίας και Μουσικής, απ’ τις πιο χαρακτηριστικές ποιητικές φωνές της γενιάς του ’70, με 5 μέχρι τη στιγμήν εκείνη συλλογές στο ενεργητικό του, στη δυναμική της ηλικίας των 40 χρόνων τότε, είχε ασχοληθεί και με την έκδοση περιοδικών. Διέθετε σημαντική 10χρονην εμπειρία στον χώρο των λογοτεχνικών εντύπων απ’ τη συμμετοχή στην έκδοση των περιοδικών: Το Δέντρο (1978), Νήσος/Μουσική και Ποίηση (1983-1985) και Κριτική και Κείμενα (1984-1985).Στο πρώτο, που είχε εμπλοκή στην έκδοσή του, απ’ την αρχή, κι αειθαλές συνεχίζει με προγραμματικές θέσεις, αποδεκτές και συμβατές με τα όσα πρεσβεύει ο Πατίλης, δίνοντας ‘‘έμφαση στα μικρά κείμενα (ποιητικά, δοκιμιακά, πεζογραφικά) της ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας, ...στο σχολιασμό της εγχώριας πολιτιστικής ζωής. Μέ μόνιμη στήλη, θέληση πραγματοποίησης ενός είδους παρέμβασης στα πνευματικά θέματα, ...επαφή με την ξένη, σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή, δημοσίευση κρίσεων, πληροφορίες σχόλια γι’ αυτήν’’, δεν είχε πρόβλημα σε γενικές γραμμές, είτε να δημοσιεύει, είτε να παρεμβαίνει κριτικά.
Το άλλο, το πιο ‘‘ξένο’’ σε ‘‘Πλανόδιον’’-Πατίλη περιοδικό, εκδιδόταν επίσης από εκπροσώπους των ποιητών της γενιάς του ’70, (αμφότερα ‘‘κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού γραμμάτων και τεχνών’’[2])· στην 30χρονη ζωή του, αυτό ‘‘συγκέντρωνε όλο σχεδόν το υπάρχον δυναμικό της τρέχουσας λογοτεχνικής παραγωγής, ανεξαρτήτως ηλικίας, τεχνοτροπίας και τάσεων’’, με αφιερώματα συχνά, παρουσίαση κριτικών για νέες εκδόσεις, θέατρο, κινηματογράφο και δημοσίευση μεμονωμένα ποιημάτων αρκετών συγχρόνων ποιητών, αλλ’ αποφεύγοντας τη ‘‘δημοσίευση ακραιφνώς φιλολογικών κειμένων και κειμένων που ασχολούνται με θεωρητικά ζητήματα χρησιμοποιώντας νεωτερικές κριτικές μεθόδους’’[3].
Ο Γ. Πατίλης πιστεύοντας ότι η πνευματική ζωή προαγόταν και με την κίνηση – κυκλοφορία λογοτεχνικών περιοδικών, ύστερα από τις άγονες προσπάθειες συλλογικού εγχειρήματος έκδοσης εντύπου, προχώρησε στην έκδοση του ‘‘Πλανοδίου’’, επιλέγοντας κι αναλαμβάνοντας τη διακινδύνευση έκδοσης ενός διαφορετικού περιοδικού, με αποκλειστικήν ευθύνη χάραξης της γραμμής πλεύσης και της φυσιογνωμίας του εντύπου. Ενώ πίστευε στη συνεργασία, συλλογικό εγχείρημα ενός τέτοιου στόχου κι είναι άνθρωπος της συνεννόησης και σύνθεσης των αντιθέσεων, με την πρόσφατη τον καιρόν εκείνον εμπειρίαν, αποφάσισε να το ξεκινήσει κι επωμισθεί μόνος, με μονοπρόσωπο πια υπεύθυνον, επιμένοντας στην πραγματική πνευματικήν ανεξαρτησία του περιοδικού[4]. Ομολογημένη ήταν ‘‘η επιθυμία του να επισημανθούν και να προβληθούν αξιόλογες κατά την κρίση του πνευματικές και καλλιτεχνικές παρουσίες και να συσταθεί, παράλληλα, ένας αυτόνομος χώρος συσπείρωσης και έκφρασης προσωπικών λογοτεχνικών και κριτικών ενδιαφερόντων’’[5].Στις προθέσεις του, καθοριστική ήταν η επιδίωξη ‘‘μιας ισορροπίας ανάμεσα στην πρωτότυπη λογοτεχνική παραγωγή και στην κριτική παρέμβαση στα πράγματα του πολιτισμού’’[6]. Και σταθερά η θέλησή του για την μεγαλύτερη δυνατήν ανεξαρτησία στα οικονομικά και την τεχνολογία παραγωγής του, ηδιακεκηρυγμένη διάθεση ανεξαρτησίας από την αγοράν[7].
Η σύλληψη της μορφής του, κι απ’ τον τίτλο-ονομασία του, τα κριτήρια αναζήτησης συνεργασιών – κειμένων, οι καθιερωμένες στήλες και η εν γένει εικόνα του περιοδικού, προσδιόρισαν την ταυτότητά του απ’ το 1ο(Δεκ. 1986) ώς το 5ο τεύχ. και διατηρήθηκαν μέχρι τέλους (τεύχ. 52, 2012). Το Πλανόδιον, δηλ. ο Γ. Πατίλης, θεωρούσε ‘‘κρισιμότερο για την φυσιογνωμία και τον ρόλο του ως περιοδικό, την ύπαρξη ενός αριθμού προσώπων που συμμεριζόμενο σε γενικές γραμμές την εικόνα του, να συμμετέχει μονιμότερα σε κρίσιμους τομείς του όπως είναι η βιβλιοκρισία και το σχόλιο’’. Πρώτον απ’ αυτούς τους τακτικούς συνεργάτες, αναφέρει τον Τ. Παυλοστάθη[8]. Όσον η μνήμη επιτρέπει, η απόφαση κι οι διερευνήσεις, οι προβληματισμοί, μέχρι την αποκρυστάλλωση των αποφάσεων, για τη δρομολόγηση με προοπτική του περιοδικού, είχαν πολύ μόχθο για τον ποιητήν-εκδότη. Τα γεγονότα αυτά καλλιεργούσαν επίμονα στη σκέψη την αναμονή καίριας διαφοροποίησης, εν τοις πράγμασι, χωρίς διακηρύξεις κ.λπ., που επαγγελλόταν και θα έφερνε η είσοδος στο χώρο ενός τρίτου περιοδικού.
Τὸ 1ο τεύχ. τοῦ Πλανόδιου, που θα έδινε απαντήσεις στα παραπάνω και θα ξεκαθάριζε ρόλο και στόχους έκδοσης, ‘‘ξεκίνησε τὴν ὕλη του μὲ ποιήματα’’ του Τ. Παυλοστάθη. Συνδεόμενος με στενή φιλία απ’ τα φοιτητικά χρόνια με τον ποιητήν – εκδότην, ο Τ. Παυλοστάθης (1946-1999) υπήρξεν εξ αρχής κοινωνός των προβληματισμών, αναζητήσεων κι αποφάσεων του Γ. Πατίλη. Ο Παυλοστάθης γεννήθηκε στην Άμφισσα. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και πολιτικές επιστήμες στη Μεγάλη Βρεταννία (Πανεπιστήμια Λάνκαστερ και Νόττιγχαμ). Παράλληλα με την ποίηση, ασχολείτο με τη βιβλιοκριτική. Παρά το σύντομο του βίου του, υπήρξεν εξέχουσα μορφή της ποίησής μας από τη μεταπολίτευση και εξής. Με δύο μόνο βιβλία όσο ζούσε (1974 και 1993) και λιγοστά σκόρπια δημοσιεύματα, εξασφάλισε μιαν αξιοσημείωτη θέση στο χώρο των Γραμμάτων. Μοναχικὸς καὶ ἀπόμακρος μὲ συνειδητὸν αὐτοεγκλεισμὸ, σύμφωνο πρὸς τὰ ὑψηλά του κριτήρια μὲ τὰ ὁποῖα ἀξιολογοῦσε κάθε δημόσια παρουσία. Ἡ δική του αντίστοιχη ὑπῆρξεν ἐλάχιστη, πλὴν ὅμως διακριτή.Η ποίηση γι’ αυτόν ήταν διαρκής πνευματική ενασχόληση – καταπόνηση με αφοσίωση και συνέπεια, συνιστώντας συνειδητή στάση ζωής. Ολιγογράφος, μ’ επιμονή στην αρτίωση των μορφών έκφρασης, συνεχή κι αδιάλειπτη κριτικήν - (αυτο)κριτική διάθεση στη μελέτη, το διάλογο – αναμέτρηση τελικά- με μεγάλα κυρίως αναστήματα του χώρου και το έργο τους. Σύμφωνα με προσωπικήν εκμυστήρευσή του, η αρχική ενδιάθετη τάση του ήταν να στραφεί θητεύοντας στη λογοτεχνική κριτική.
Σπάνιος άνθρωπος, απ’ τις μεμονωμένες περιπτώσεις που ζούσε στους αντίποδες της αγοράς, πυρετωδώς στην εργώδη μοναξιά της αναζήτησης ενός δυσεύρετου και διαρκώς προβληματικού περιεχομένου: στο νόημα του κόσμου, στην ύπαρξη, στην τέχνη, στην πολιτική, και όψιμα και στις προσωπικές σχέσεις. Τον πλήγωνε απεριόριστα - απεχθανόταν αυτούς που πάσχιζαν με κάθε μέσο και πλειστάκις παρ’ αξίαν «για ν’ ανεβούν». Με ήθος πρωτίστως αριστοκρατικό, όχι από επιλογήν, ούτε εξ αντιδράσεως, αλλά κατά την προσφυά φράση του Πατίλη, το θερμικό ξετύλιγμα της φύσης του.
Το Πλανόδιον
ξεκίνησε την ύλη του με ποιήματα του Παυλοστάθη, όχι μόνο για ἐκδήλωση
ἐκτίμησης τοῦ περιοδικοῦ πρὸς τὴν πνευματική του ἐργασίαν, αλλά κυρίως και
ταυτόχρονα ως ‘‘ἔμμεση ἔνδειξη
προγραμματικῆς ἀδιαφορίας γιὰ αὐτονόητες ἱεραρχήσεις ὀνομάτων’’[9] που έδιναν κι έπαιρναν τότε. Επιθυμία και προγραμματικός στόχος του
νέου περιοδικού ήταν με τα κείμενα που θα δημοσιεύονταν και την εν γένει στάση
του, στα πνευματικά ζητήματα κι ευρύτερα, να δημιουργηθεί μια
πνευματική τάξη σαν αυτή που ‘‘δημιουργούν τα καλά έργα της Τέχνης, περασμένα ή σημερινά, εκείνα που
νομοθετούν, εκείνα που θα μας διδάξουν’’, για να θυμηθούμε την κάπως ευρεία
διατύπωση του Σεφέρη[10]. Και πρωτόκλητος
στην αποφασισμένην αυτή πορείαν, ήταν ο Τ. Παυλοστάθης.
Με την εικόνα του ολιγογράφου, όσο ζούσε κι απόμακρος απ’ τις κάθε λογής εμφανίσεις, με συνεπή στάση ζωής, ‘‘(Ἀποκομμένος ἀπ’ τόν κόσμο τῶν γραμμάτων και ἐξ αἰτίας τῆς ὀλιγογραφίας του καί τῶν ἀκόμη ὀλιγότερων δημοσιεύσεών του. Τελοσπάντων.)’’, έγραψεν ο ίδιος[11], ο αμφισσέας ποιητής είχε δημοσιεύσει Τον γυμνό οφθαλμό και το φασματοσκόπιο (1974) κι ετοίμαζε την περίοδο εκείνην, αργά και μεθοδικά τη δευτέρα (και τελευταία του εν ζωή συλλογή - Σημεία του εξαφανιζομένου τρίτου, Ποιήματα 1973-1993, Νεφέλη, Αθήνα 1993). ‘‘Κλήθηκε’’ και ξεκίνησε με 4 ποιήματά του το νέο φιλόδοξο περιοδικό. Τα τρία απ’ αυτά περιελήφθησαν στη (μετά από 7 χρόνια εκδοθείσα) πιο πάνω ποιητική του συλλογή. Ας σημειωθεί ότι οι δημοσιεύσεις του σε περιοδικά γίνονταν ύστερα από έντονες παρακινήσεις φίλων...
Στο κείμενο που ξεκίνησε το περιοδικό· ‘‘Διττώς θεατές γύρω στα 40’’, μια ποιητική μετάπτωση απ’ το ‘‘συμβαίνει’’ στο ‘‘αλλάξει’’, με την παράθεση τίτλων κλασικών κινηματογραφικών ταινιών, σχετλιαστικά και στενάχωρα αντιδιαστέλλεται η προϊούσα άνεση, συνειδητοποιούμενη κάμψη, βάλτωμα και πνευματική στασιμότητα, με τις συνακόλουθες: ακινησίαν, αδράνεια-βόλεμα, ως προς την ηλικιακά παλιότερην επιθυμία δράσης, την κοινωνικήν αναζήτηση-επιδίωξη κατάκτησης του μορφωτικού-πολιτιστικών αγαθών: με όρους του ποιήματος, ‘‘πριν τρέχαμε, τώρα αραχτοί’’. Το 2ο, μη συμπεριληφθέν στη μετέπειτα εκδοθείσα συλλογή του ποίημα ‘‘Απόψε’’, με τις εικόνες γρήγορης εναλλαγής ενός βραδιού, απ’ το δρόμο ώς το ντιβάνι του μοναχικού υποφέροντος ανθρώπου, με την ακροβασία του ανάμεσα στο πραγματικό και την ποιητικήν ορμή, ‘‘Τύχη καμμιά – λίγη λύπη’’, εικάζομε ότι δεν συμπεριλήφτηκε τελικά, ίσως επειδή συνάπτεται περισσότερο με το κλίμα της 1ης του συλλογής, μια πιο σκληρή, λιτά συμπυκνωμένη εκδοχή...Τα άλλα δυο ποιήματα ήταν: ‘‘Μετεξέλιξη’’, ‘‘Λάμψη που’’.
Συνέχεια της παρουσίας – δημοσιεύσεων του Παυλοστάθη στο ‘‘Πλανόδιον’’, υπήρξε το σύντομο, σχετικά Χρονογράφημα[12].Καταγράφεται μια συζήτηση ζευγαριού, με εργαζόμενη τη γυναίκα, στην ξαφνική τους απόφαση νυχτερινής εξόδου. Στην κοινότοπην αρχικά στιχομυθία τους, ακολουθεί πρόταση ακρόοασης συνειδητά των ειδήσεων, νύξη στην Οικογενειακή Συγκέντρωση του T. S. Eliot, αναζητείται προορισμός της εξόδου (τόπος – χώρος), στόχευση στους επωνύμους· ‘‘Αλήθεια, πώς να περνάνε οι επώνυμοι; - Δεν ξέρω... θ’ ανεβοκατεβαίνουνε σαν άγγελοι την κλίμακα της «επωνυμίας» σπρώχνοντας σπρωχνόμενοι», πρόταση παρακολούθησης κινηματογραφικής ταινίας κι υπονόμευσή της, με αναφορά στο σύνηθες περιεχόμενο των εμπορικών films. Κριτική στα κοινολεκτούμενα: ‘‘αν θέλεις’’ την επίπλαστην ευγένεια, τάχα σεβασμό του άλλου και κλείνει με την παραδοχή της αλλοτριωτικής συνθήκης ‘‘δεν ξέρω καν τι θα γινόμουνα δίχως το ωράριο μιας κανονικής δουλειάς, ένα κομμάτι απ’ την κοινή ανθρώπινη μέρα’’[13], που ακούγεται παράταιρα σε εποχές ανεργίας. Μια κατάθεση της αυτo-αλλοτρίωσης, σημαντικά εξαπλωμένης σε άλλους, καθώς και στους αφημένους στην διανοητική τους άνεση και στις ζωτικές τους αυταπάτες, ανθρώπους της σκέψης.
Στο εκτενέστερο δημοσιευθέν πεζό κείμενό του[14], σκέψεις – ένα μονόλογο σε περιδιάβασμα στους οικείους του δρόμους των Εξαρχείων (‘‘Ἐν μέσῃὁδῷ’’), εκκινεί με τη βιβλιοφιλία- συνήθεια και το πάθος απόκτησης βιβλίων. Με σκέψεις όπως έρχονται, κόβονται απότομα, ημιτελείς, με τάση αυτοπροσδιορισμού και διάθεση αυτοκριτικής, θίγει κατόπιν την κοινά αποδεκτή μεσότητα πολιτικώς, για να αντιτεθεί· ‘‘Ναι αλλά τα πνευματικά ζητήματα είναι απ’ τη φύση τους οριακά’’[15]και να κατευθυνθεί: ‘‘Τελικώς: η πράξη της γραφής, ιδού το πρακτέον!’’, στη δική του κατασταλαγμένη βιοθεωρία για τη σχέση ζωής και αφοσίωσης στην Τέχνη· ‘‘ίσως και να λειτουργεί έτσι, σαν αναπλήρωση το γράψιμο, αφού πρώτα σε θέσει εκτός, σου προξενήσει σε μεγάλο βαθμό στέρηση της ζωής, βέβαια, έρχεται μετά να την αναπληρώσει’’[16].Εξιστορεί συνοπτικά την αγωνία της δικής του πάλης για τη μορφή, τα βάσανα της ποιητικής του· ‘‘μήπως εξαρχής επιζητώ το αδύνατον; Για να γλυτώσω απ’ το μέτριο δυνατόν και να μην κάνω τίποτα; Να εξυψώσω το τίποτα;...’’[17].Καταλήγει με επιστροφή στην πραγματικότητα και αυτοσύσταση περιορισμού του πάθους αγοράς βιβλίων. Στη συνέχεια δεν υπήρξε δημοσίευση άλλου ποιητικού κειμένου του.
Πεδίο που έθελγε κι εθήτευσε στην ολιγογραφία του με επιτυχίαν ο Παυλοστάθης, ήταν των βιβλιοκρισιών. Μεθοδικά, τις εκπονούσε με αποσπάσματα καίρια του βιβλίου, για τεκμηρίωση κι έλεγχο μαζί απ’ τον αναγνώστη, αναλυτική θεώρηση, συσχέτιση με το υπόλοιπο έργο του κρινομένου, ολοκληρωμένη ματιά με τις αρετές και τις υστερήσεις κάθε βιβλίου. Συμμεριζόμενος την πολιτική του περιοδικού, ως προς το τί επιλέγεται να κριθεί- παρουσιαστεί, ο Παυλοστάθης ποσοτικά έμεινε σε τρεις όλες κι όλες βιβλιοκρισίες. Στο 1ο τεύχ. (σσ. 43-46) έγραψε για τον Ερρίκο Μπελιέ (1950-2016) συγγραφέα και μεταφραστή και των 37 θεατρικών έργων του Σαίξπηρ κ.ά., γαλλικής καταγωγής και την 4η ποιητική συλλογή του ‘‘Πόλεως’’ (εκδ. Οδυσσέας, 1980;/5). Πρόκειται για καταγραφή πραγμάτων που ο ποιητής έβλεπε, ένιωθε μέσα του και τον απασχολούσαν σε εποχή δοκιμασίας του ίδιου και των οικείων του, με θεματική περίπου αγριωπή. Ξεκινώντας ο Παυλοστάθης παραθέτει κάποια τέτοια δείγματα για να πή· ‘‘Έ χοντρά πράγματα...’’. Εισερχόμενος στα ενδότερα, στέκεται στα ποιήματα κοινωνικού και δημοσιολογικού προσανατολισμού, σχολιάζει τη μορφική τους ιδιαιτερότητα, το τεχνικό εύρημα της κυκλοτερούς ανάπτυξης του ποιήματος που συμβάλλει στη δημιουργία προσωπικού ύφους. Με adhoc παράδειγμα σχολιάζει ένα ‘‘ασήμαντο’’ γεγονός που διατηρώντας απ’ τον ποιητή ‘‘όλη του την υλικότητα, έχει νοητικά πολλαπλασιαστεί ανατροφοδοτούμενο απ’ τα καθέκαστα της κυκλικής διαδρομής’’. Δεν μπορεί να μην αναφερθεί ότι ‘‘σε κάμποσα ποιήματα η ποιητική «λογική» είναι ελλιπής ή ανυπόφορα δυσανάγνωστη, χάνει στροφές ή παραμένει ανεύρετη’’. Με επίμονη παράθεση περιληπτικά δοσμένων στοιχείων ποιημάτων, επαγωγικά οδηγείται στο ‘‘η ποιητική οντότητα έχει απομειωθεί μες στις ψευδοπαράλογες επινοήσεις μιας δημαγωγικών τάσεων σκηνοθεσίας’’. Έχοντας καλύψει τα αναγκαία για την αποτίμηση του βιβλίου, με αίσθημα αποκαλυπτικό της ενδόμυχης στάσης του κρίνοντος, ολοκληρώνει ρέπων εμφανώς προς το θετικό, ‘‘Εξ ίσου, όμως, δεν θα ’πρεπε να λησμονηθούν... τα ευπρόσωπα μέτρια ποιήματα που υπάρχουν (και πρέπει να υπάρχουν σε μια συλλογή), αλλά και τα καλά, τα πιο επιτυχημένα που κι αυτά βέβαια υπάρχουν’’, αραδιάζοντας 7 τουλάχιστον τίτλους και μεταφέροντας ένα χαρακτηριστικόν αυτούσιο κλείνοντας.
Η 2α βιβλιοκρισία του Παυλοστάθη ήταν για τη Μαρία Λάζου-Πορτολομαίου (1946-2015) και την 1η συλλογή διηγημάτων της ‘‘Διάρρηξη’’[18]. Η συγγραφέας, μεταφράστρια, ηθοποιός και σκηνοθέτις, γνωστή απ’ τις μεταφράσεις - επιμέλεια θεατρικών έργων, κι ιδρυτής των μεταφραστικών εκδόσεων της ‘‘Δωδώνης’’. Στο ‘‘βιβλιαράκι’’ με τα 5 διηγήματα συν μια ερωτική επιστολή, ο κριτικός εξαίρει το ότι δίνεται ‘‘απλά και φυσικά η καθημερινότητα της επιστροφής στο σπίτι μιας εργαζόμενης γυναίκας με τις μέριμνές της’’, ότι ‘‘ο λόγος της (είναι) απλός, λιτός, κουβεντιαστός’’ κι ότι η ομορφιά μιας υπογραμμισμένης φράσης της είναι ‘‘η απλή και όμορφη, ανθρώπινη πραγματικότητά της’’. Με αφορμή τις διάσπαρτες καλές στιγμές παρόμοιας αίσθησης ζωής και λογοτεχνίας, ο Παυλοστάθης θεωρεί τούτο χωρίς να επεκτείνεται, χαρακτηριστικό της γενιάς του’70. Επισημαίνεται ακόμη ‘‘η παραίτηση της συγγραφέως απ’ τη λογοτεχνικότητα σ’ ένα κείμενο, όμως λογοτεχνικό ως προς την πρόθεση’’, με τη γενικευτική διαπίστωση περί ‘‘φθοράς της λογοτεχνίας και της πίεσης που ασκεί ο καταλυτικός υπέρογκος πραγματισμός της σύγχρονης ζωής, όλο και πιο εύκολα το λογοτεχνικό εκπίπτει σε «λογοτεχνίστικο»’’. Στα θετικά της συλλογής προσγράφεται επίσης η ευρηματική σύλληψη των διηγημάτων κι η αυτοσυγκράτηση της συγγραφέως απ’ τον ‘‘υψηλού κινδύνου’’ φεμινιστικό λόγον. Ακροθιγώς προσπερνά ‘‘τα πιο αδύναμα κομμάτια’’, επαινεί ένα διήγημα ως ‘‘δυνατόν να χαρακτηριστεί εσωτερικός διάλογος ή «βουβό» μονόπρακτο’’. Και εμβαθύνοντας περισσότερον· ‘‘έχομε εισαχθεί σ’ έναν χώρο εσωτερικό, κατά πολύ διευρυμένο, ενώ ο αφηγηματικός λόγος, και στατιστικά πολύ λιγώτερος, έχει συστοίχως περισταλεί σε κάτι ανάλογο προς τις σκηνικές οδηγίες των θεατρικών έργων’’ (σ. 91).
Η 3η του (και τελευταία) βιβλιοκρισία[19]ήταν για τον Αργύρη Χιόνη (1943-2011), έναν από τους σημαντικώτερους ποιητές της γενιάς του ’70 που άφησε το αποτύπωμά του στα ποιητικά πεπραγμένα γράφοντας ποίηση χαμηλών τόνων, βαθιά υπαρξιακήν, εύληπτη, με αυτοβιογραφικά στοιχεία, έντονο εκείνο της παραδοξότητας και του σαρκασμού σε συνεχή συνομιλία με μιαν υπαινικτικήν εσωτερικότητα που υποβάλλει κι ενισχύει την πίστη στο παράλογο και μάταιο της ύπαρξης και ταυτόχρονα την κατάφαση στη ζωήν. Ο Παυλοστάθης έκρινε την 6η συλλογή του(‘‘Σαν τον τυφλό μπροστά στον καθρέφτη’’), σε σύνδεση με τις δυο προηγούμενες: (‘‘Λεκτικά Τοπία- Τύποι των Ήλων’’). Τους ‘‘Τύπους’’ θεωρεί ‘‘απ’ τις αξιολογότερες στο πλαίσιο της γενιάς όπου ανήκει’’ και με τις δυο ακολουθήσασες, ‘‘κλείνει πλέον ένας κύκλος’’. Με συγκεκριμένα, προσεκτικά επιλεγμένα-παρατιθέμενα χαρακτηριστικά ποιήματα, επιχειρεί επαγωγικά διά του σχολιασμού του να αναδείξει ‘‘κάποια απ’ τα γνωρίσματα της ποίησης του αξιόλογου αυτού «κύκλου»’’. Εξαίρονται η ποιητική όχι μεταμόρφωση αλλ’ επανεννοιολόγηση των πραγμάτων, η ποιητική γλώσσα του Χιόνη, ‘‘προσεκτική με τις λέξεις... ελέγχει, υποτάσσει τη μεταφορικότητά της στη συνοχή του νοήματος, ο λόγος προέχει· συναφώς οι μοντερνιστικές μεταφορές σχεδόν απουσιάζουν’’. Ακόμη αναγνωρίζει ότι διαθέτει ‘‘μια ευρετική οξύνοια και φαντασία’’. Εντοπίζει τον ψυχισμό του ποιητή που ‘‘ενεργεί ευδιάκριτα μέσα στο ποίημα’’, τις ‘‘«αντιφάσεις» και εξισορροπήσεις ανάμεσα στο κλασικό και το μοντέρνο’’, ως προστιθέμενην αξία της ποίησης του Χιόνη. Ας σημειωθεί, τέλος ότι από ένα ποίημα αγωνίας για την περιβαλλοντική κρίση, ο σχολιαστής υποβάλλει μιαν ευφάνταστην ιδέα σύνδεσης της οικολογικής δράσης με την ποίηση! Στη βιβλιοκρισίαν αυτήν επιμελώς και συστηματικά ο Παυλοστάθης περιέκλεισε με τον καλλίτερο τρόπο τις αρετές του ως βιβλιοκριτή, έτσι που και ο ίδιος ο Α. Χιόνης παραδέχτηκεν· ‘‘Οξυδερκέστερη, ενδελεχέστερη και πιο εμπεριστατωμένη κριτική, δεν είχε ώς τότε γραφτεί, ούτε και ξαναγράφτηκε για τη δουλειά μου’’[20].
Στην τετραμερή δομή περιεχομένων του περιοδικού και στο 2ο μέρος με τίτλο «Θέματα» όπου παρουσιάζονταν σε ολοκληρωμένη μορφή, μετά μακρόχρονη και επίμονη προεργασία, μεταφραστικές εργασίες (ποίησης, διηγήματος, δοκιμίου) από τον διεθνή λογοτεχνικό χώρον, ο Παυλοστάθης συνεισέφερε και τον μεταφραστικό του επιμελημένο μόχθο. Στο τ. 13 (Δεκ. 90), το δοκίμιο ‘‘Ποίηση· μια σημείωση για τον οντολογία της’’ του Τζών Κρόου Ράνσομ (John Crowe Ransom, 1888-1974), Αμερικανού ποιητή και κριτικού, ακαδημαϊκού δασκάλου στο Κολλέγιο Κένυον στο Γκάμπιερ του Οχάιο, κορυφαίου θεωρητικού της λογοτεχνικής αναγέννησης του νότου κι εκ των κυριωτέρων εκπροσώπων της σχολής λογοτεχνικής κριτικής, «Νέα Κριτική» (New Criticism), της γνωστής ενδοκειμενικής θεωρίας που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ μετά την δεκαετία του 1930. Ακόμη μετέφρασε το δοκίμιο ‘‘Μορφή και πρόθεση στην Αμερικανική Νέα Κριτική’’, του Πολ ντε Μαν (Paul de Man, 1919-1983), βελγικής καταγωγής κριτικού και θεωρητικού της λογοτεχνίας, επιφανούς ακαδημαϊκού δασκάλου, θεωρητικού της αποδόμησης.
Τέλος στο τ. 20 (Ιουν. 94)μετέφρασε 3σέλιδο κείμενο του αμερικανού κριτικού λογοτεχνίας Richard David Ellmann (1918-1987),βιογράφου σημαντικών συγγραφέων για για τον Άγγλο ποιητή, δοκιμιογράφο και θεατρικό συγγραφέα Wystan H. Auden (1907-1973), του οποίου τα ποιήματα καλύπτουν πλήθος διαφορετικών όψεων του 20ού αι., αλλά και τα παντοτινά ζητούμενα της ποίησης: την πολιτική, τον έρωτα, πολιτικά δικαιώματα, μυθολογίες, θρησκείες, ζητήματα ηθικής. Ο Παυλοστάθης τον εκτιμούσε και τον μελετούσε. Στο ‘‘Θέμα’’ αυτό και μια 19σέλιδη συζήτηση-συνέντευξη του ποιητή με τον Μ. Newman, μεταφρασμένη επίσης απ’ τον Τάκη. Η λεπτολογημένη, επιμελημένη κι αγχώδης ενασχόλησή του με μεταφράσεις, συνδέεται με τις στέρεα διαμορφωμένες αντιλήψεις του για τη μετάφραση λογοτεχνικών έργων. Απλά υπενθυμίζονται η, σε συνεννόηση με τον Πατίλη, επιλογή των ‘‘Θεμάτων’’, συγκεκριμένων κειμένων και οι ενδεικτικές προτιμήσεις του Παυλοστάθη: λογοτεχνική κριτική- θεωρία της Λογοτεχνίας και αγγλόφωνη ποίηση.
Στο μεταξύ, επεμελείτο της έκδοσης της 2ας και τελευταίας όσο ζούσε, ποιητικής του συλλογής, είχε μετεγκατασταθεί στη γενέτειραν Άμφισσαν, αναγκαστικά κι αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα υγείας. Στην αίσθηση του αδειάσματος της κλεψύδρας του, ασχολείτο με το ‘‘ύστερο’’ κεφάλαιο των γραπτών του, που έμεινεν ανέκδοτον[21]. Ο Παυλοστάθηςδεν εμφανίστηκε/ ‘‘φιλοξενήθηκε’’ σε κάποιο άλλο περιοδικό, από αυτά που ‘‘κάλυπταν το μεγαλύτερο μέρος του αναγνωστικού κοινού γραμμάτων και τεχνών’’. Ούτε του ζήτησαν κείμενα, ούτε διενοείτο να τους αποστείλει, ούτε χρησιμοποιήθηκε ‘‘μεσάζων’’. Καυστικός και μηδενός χαριζόμενος, δεν υπεξέφυγε καρυωτακικά σαρκάζοντας σε ποίημά του να μεμφθεί καταστάσεις που δεν χώνευεν[22]. Η 35χρονη αδιατάρακτη φιλία με τον ομότεχνο διευθυντή του ‘‘Πλανοδίου’’, δε λειτούργησε σε τίποτε αρνητικά, δεν αλλοίωσε κριτήρια, δεν επηρέασε αρχές, γραμμή πλεύσης, κανόνες. Αντίθετα η 5σέλιδη πυκνογραμμένη και περιεκτική βιβλιοκριτική του[23], για τη συγκεντρωτικήν έκδοση των ποιημάτων του Πατίλη - ‘‘Ταξίδια στην ίδια πόλη’’ (Ποιήματα 1970-1990,Ύψιλον, 1993), μπήκε σε τρίτον έντυπο, χωρίς να δημοσιευτεί ή αναδημοσιευτεί στο ‘‘Πλανόδιον’’.
Στο Ανθολόγιο (τ. 28 – Δεκ. 98), με επιμέλεια της Βερ. Δαλακούρα και του Γ. Πατίλη παρουσιάστηκαν 20 ποιήματα του Παυλοστάθη (5 απ’ τον ‘‘Γυμνό Οφθαλμό’’ και 15 απ’ τα ‘‘Σημεία’’). Ο Παυλοστάθης έφυγε απ’ τη ζωή το Μάιο του ’99. Η ‘‘ακούσια’’ παρουσία του στο Πλανόδιον κορυφώθηκε με τις ‘‘Σελίδες για τον Τ. Παυλοστάθη - Ωσεί παρών’’(σσ.367-468, τ. 31-Ιουν. 2000) όπου ο Γ. Πατίλης επέλεξε απ’ τα κατάλοιπά του 10 ανέκδοτα ποιήματα, αναδημοσίευσε 3 βιβλιοκρισίες του και μια συνέντευξή του σε αθηναϊκήν εφημερίδα· και ‘‘Μοιρασμένοι ἀνάμεσα στὴν προσωπικότητα καὶ τὸ ἔργο του δεκαεφτὰ ἄνθρωποι ποὺ μὲ ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις γνώρισαν καὶ τὰ δύο’’ έγραψαν γι’ αυτόν...
Απ’ την εποχή του Μεσοπολέμου, έφθανε και στ’ αυτιά της μακρινής δεκαετίας του ’80, το κατηγορητήριο του Ζυλιέν Μπεντά, για τους εκπτώτους διανοουμένους, το πολύ πιο έντονο στους κακορρίζικους καιρούς μας, φυλλορρόημα εκείνων των ανθρώπων που επέλεγαν τον μοναχικό δρόμο της ανυποχώρητης υπηρεσίας της αλήθειας, της δικαιοσύνης και της Λογικής. Σε ώριμη και δημιουργική φάση της πορείας του στην ποίηση, ο Γ. Πατίλης στρέφεται πολύ αποφασιστικά και με μεράκι στην έκδοση – κυκλοφορία ενός περιοδικού (1986), έναν συλλογικόν ανώτερο στόχον, αγωνιώντας κατά τον Μ. Άντλερ, με τον ενδεχόμενο κίνδυνον επέλευσης εξαφάνισης, της κοινωνίας η οποία δεν «κατασκευάζει» τη γνώση των ενδογενών γεγονότων της.
Στην απαιτητικήν αυτή προσπάθεια, χρειάζεται και ζητεί μόνιμους συνεργάτες. Ολιγογράφος κι αυτοέγκλειστος ο ποιητής Τ. Παυλοστάθης, συ-στρατεύεται. Με τα μετρημένα ‘‘προσωποπαγή’’ χαρακτηριστικά κείμενά του, τις εύστοχες, περιεκτικές και σταθμισμένες βιβλιοκριτικές του, τις επιμελημένες μεταφράσεις του. Η συμμετοχή, υποστήριξη, με τα δικά του μέτρα κι αυθεντικά χαρακτηριστικά, ποιοτικά και ποσοτικά, δεν ήταν μόνον ένα ‘‘άνοιγμα προς τα έξω’’ για τον ίδιο. Στον Παυλοστάθη ταιριάζει ιδιαιτέρως η επισήμανση του Πατίλη· η ταυτότητα ενός περιοδικού, όπως και ενός ανθρώπου, δεν κρίνεται μόνον από τις συναινέσεις του, αλλά – ίσως και περισσότερο – από τις αρνήσεις του[24]. Στην τιμή που δεχόταν απ’ το περιοδικό, υπήρξε μια ‘‘ανταπόδοσή’’ του, που επικύρωνε τη διαφορά του ‘‘Πλανοδίου’’ από τα συναφή έντυπα, νομιμοποιώντας το λόγον έκδοσης και κυκλοφορίας του.
Ένα λογοτεχνικό περιοδικό στους ανήσυχους και μεταβαλλόμενους καιρούς μας, διέγραψε την 26χρονη πορεία του, με επιμονή και χωρίς εκπτώσεις σε όσα διεκήρυσσε με όλους τους τρόπους. Μια δεξαμενή άντλησης εγγυημένου, με αντοχή στο χρόνο και φρεσκάδα, υλικού κι εμπνεύσεων. Αυτό το κεφάλαιο που αποτυπώθηκε στις σελίδες των 52 τευχών του ‘‘Πλανοδίου’’, με τις ψηφιακές ευχέρειες και τη φροντίδα του ΕΑΤΤ, καθίσταται ευρύτατα κι εύκολα προσβάσιμο-αξιοποιήσιμο. Σηματικό μέρος της καταξίωσής του, οφείλεται στο ότι ήθελε, επιδίωξε και πέτυχε ‘‘πρόσωπα ουσιαστικούς συμπαραστάτες και διαμορφωτές της φυσιογνωμίας του με τα κείμενά τους αλλά και την προσωπική τους εργασία’’[25]. Κι απ’ τη μοιραία περιορισμένη, δική μας οπτική, της συνεργασίας του περιοδικού με έναν σημαντικό συγγραφέα, τον Τ. Παυλοστάθη, που επιχειρήθηκε να αποτυπωθεί, τα εξαγόμενα επιβεβαιώνουν τις αρχές με τις οποίες κινήθηκε και καταξιώθηκε το Πλανόδιον. Οι βάσεις της τιμιότητας, της συνέπειας, της ποιότητας, της διαφανών κινήτρων κριτικής στάσης και των πολύ επιμελημένων κειμένων προς δημοσίευση, αποτελούν παρακαταθήκη και για ανάλογα εγχειρήματα στο μέλλον.
*
[1]Αξιολογώντας προσεκτικά τα υπάρχοντα τότε και γενικά τα λογοτεχνικά περιοδικά, αυτά μπορούν, κατά τον Πατίλη, να υπαχθούν σε έναν απ’ τους δυο βασικούς (ιδεατούς μάλλον) τύπους: Το πολιτιστικό λογοτεχνικό περιοδικό, που έχει στόχο τη γενικήν αντιπροσώπευση της λογοτεχνικής παραγωγής (ο ‘‘καθρέφτης’’ της) και το περιοδικό ταυτότητα ή και δημιουργικό λογοτεχνικό περιοδικό, με σκοπό την αποκλειστικήν εκπροσώπηση των καλλιτεχνικών και πνευματικών ιδιαιτεροτήτων των συντελεστών της έκδοσής του, Γιάννης Πατίλης, ‘‘Περιοδικό Πλανόδιον/Μια εξ οικείων αναφορά’’, (1995), σε Μικρός Τύπος: Το Λογοτεχνικό Περιοδικό, ύψιλον / βιβλία (2013), σ. 116.
[2]Λεξικό νεοελληνικής λογοτεχνίας/ Πρόσωπα, έργα, ρεύματα, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2007, σ. 1341.
[3]Ό.π. Στην επί του αυτού λεξικογραφική καταχώρηση – αποτίμηση του Πλανοδίου, κάτι λίγα για ιδιοτυπία της έκδοσης, ψόγοι απ’ αρχής για τη μη τήρηση αυστηρά της περιοδικότητάς του και το ολιγοσέλιδο των πρώτων τευχών κι εν τέλει αναγνώριση της διατήρησης μιας μακροχρόνιας ενεργού παρουσίας στα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας. Ούτε νύξη για την ιδιαιτερότητά του, την κριτική παρεμβατική στάση και τη σφοδράν αντιπαράθεσή του προς τα κρατούντα ήθη, συμβατικότητα της αγοράς. Απ’ τους αναφερόμενους συνεργάτες, απουσιάζει ο Παυλοστάθης.., σ. 1811.
[4]Γιάννης Πατίλης, ‘‘Λογοτεχνικό περιοδικό Πλανόδιον (1986-2012) Αρχείο & Μελαγχολία’’, περ. Νέα Εστία, τ. 1875, σσ. 866-867.
[5]Γιάννης Πατίλης, Πλανόδιον, ιστοσελίδα ΕΚΕΒΙ.
[6]Γιάννης Πατίλης,‘‘Περιοδικό Πλανόδιον/Μια εξ οικείων αναφορά’’, (1995), σε Μικρός Τύπος: Το Λογοτεχνικό Περιοδικό, ό.π., σ. 113.
[7]Ό.π.
[8]Ό.π., σ. 115.
[9] Περιοδικό Πλανόδιον, τ. 31/Ιούν. 2000, σ. 388.
[10]Γιώργος Σεφέρης, «Η τέχνη και η εποχή», Δοκιμές, Ίκαρος, 19845, σσ. 264-267.
[11]Τ. Παυλοστάθης, «Ἐν μέσῃ ὁδῷ», περ. Πλανόδιον, τ. 10/Ιουλ. 1989, σ. 105.
[12]Τ. Παυλοστάθης, «Χρονογράφημα», περ. Πλανόδιον, τ. 3/Καλοκαίρι 1987, σσ. 116-117. Το δεύτερο και κατά τι μεγαλύτερο μέρος της συλλογής ‘‘Σημεία του εξαφανιζομένου τρίτου’’, ως ενότητα επιγράφεται: Χρονογραφήματα (σ. 43), χωρίς κάποιο κοινό μορφικό χαρακτηριστικό των κειμένων. Στο ‘‘Πλανόδιον’’ παραπάνω, εμφανίζεται για πρώτη φορά ο όρος, ως τίτλος.
[13]Ό.π., σ. 117.
[14]Τ. Παυλοστάθης, «Ἐν μέσῃ ὁδῷ», περ. Πλανόδιον, ό.π., (έκτασης 6,5 σελ.).
[15]Ό.π., σ. 102.
[16]Ό.π., σ. 103.
[17]Ό.π., σ. 105.
[18]εκδ. Καστανιώτη, 1985, η βιβλιοκρισία σε περ. ‘‘Πλανόδιον’’, τ. 2/ Μάρτ. –Μάιος 1987, σσ. 89-92.
[19]Περ. ‘‘Πλανόδιον’’, τ. 4/ Φθινόπωρο 1987, σσ. 188-191.
[20] Αργύρης Χιόνης, «Άσωτο είναι το φως», Περιοδικό Πλανόδιον, τ. 31/Ιούν. 2000, σ. 417.
[21]Κι έχομε τις εδραίες επιφυλάξεις για την τύχη που του επεφυλάχθη...
[22]«...Και εν ζωή πλήθος μες τα πλήθη οι δημιουργοί/ δημιουργοί ονομάτων – αυτών η δόξα./ (Εξάλλου ο κ. Ζήτα, εκδότης κ.λπ., σε κάθε τεύχος/ ονοματοθηρεί με επιτυχία: 80.000 αντίτυπα/ ο κ. Ήτα εν μέτρω ή μάλλον όσο μπορεί: 40.000 αντίτυπα/ ο Θήτα – με μόνο800 – προσφέρει τις σελίδες του απλόχερα/ στους νέους και τους άγνωστους, εξ ών τα αυριανά ονόματα/ - αυτών η δόξα.)», ‘‘Η Δόξα’’ (απόσπ.), σε Σημεία του εξαφανιζομένου τρίτου, ό.π., σσ. 15-16.
[23]Τ. Παυλοστάθης, ‘‘Στιγμές θετικότητας και άρνησης/ στα «Ταξίδια στην ίδια πόλη»’’,σε περ. ‘‘Εμβόλιμον’’ (3μηνιαία επιθεώρηση) των Άσπρων Σπιτιών Βοιωτίας , τεύχ. 33-34, 1997, αφιέρωμα στον Γ. Πατίλη, σσ. 8-12.
[24]Γιάννης Πατίλης, ‘‘Λογοτεχνικό περιοδικό Πλανόδιον (1986-2012) Αρχείο & Μελαγχολία’’, ό.π., σ. 868.
[25]Γιάννης Πατίλης, ‘‘Περιοδικό Πλανόδιον/Μια εξ οικείων αναφορά’’, (1995), σε Μικρός Τύπος: Το Λογοτεχνικό Περιοδικό, ό.π., σ. 114.