Η έβδομη ποιητική συλλογή του καλού και συνεπούς ποιητή (αν και κάτω απ’ τον τίτλο δηλώνεται: Ποιήματα και πεζά) είναι διαρθρωμένη σε τρία επίπεδα: Πέντε ποιήματα, Η τελευταία Κυριακή, Αίνιγμα. Παρούσα η χαρακτηριστική της γραφής του εσωτερική στροφή, η θέα, κατόπτευση ένδον, η εσωτερική συνομιλία. Είναι στην κύρια γραμμή ‘‘ποίηση εις εαυτόν’’, με τις σταθερές της. Δεν είναι λυρική, δεν είναι κοινωνική, ούτε υπερρεαλιστική, είναι ποίηση ανθρώπου που δυσφορεί πιεζόμενος απ’ τις σύγχρονες συνθήκες ζωής κι ανθίσταται στωικά παρά ηρακλείτεια, αντιτιθέμενος στην κακή πορεία των πραγμάτων, την ανθρωπιστικά αιμορραγούσα κοινωνική πραγματικότητα. Με τη γραφή του μάχεται γενναία και με πίστη στο πνευματικό του αξιακό σύστημα.
Στο Α΄ / Πέντε
ποιήματα, οι τίτλοι καθενός, που γίνονται οπτικές (ή προσωπεία; του ΘΛ) είναι
κι ένα ιστορικό πρόσωπο. Ο Περίανδρος τύραννος της Κορίνθου, μέγας λάτρης της
λογοτεχνίας και σχετιζόμενος με την αρχαιότερη φιλοσοφία, φέρεται κι ο ίδιος ως
ποιητής πολύστιχου ποιήματος, κατατασσόμενος ανάμεσα στους Επτά Σοφούς της Αρχ.
Ελλάδος. Απ’ την αντίφαση(ώθηση μεν στον αληθινόν εαυτό, αλλά με διαρκείς
προσπάθειες απόδρασης) και την προτροπή: Μελέτα το παν, την καθαρά φιλοσοφική
ενασχόληση, περνά στην απορία, την ευθείαν ερώτηση περί του συνεκτικού δεσμού
και της διατήρησης/διαιώνισης των όντων μέσω του Ἐμπεδοκλέους ενός από τους
σπουδαιότερους αντιπροσώπους της προσωκρατικής ελληνικής φιλοσοφίας. Στο
πρόσωπό του οι Ακραγαντίνοι δεν έβλεπαν μόνο έναν μεγάλο φιλόσοφο αλλά και έναν
άξιο πολιτικό, ιατρό, μάντη, μάγο και ποιητή. Κι εδώ η παρότρυνση για ανοδική
δράση και πορεία σε κλίμα γενικής ετοιμότητας. Ο Αδριανός Ρωμαίος αυτοκράτωρ
(117–138), καθώς επίσης στωικός και επικούρειος φιλόσοφος, ο τρίτος απ’ τους
λεγόμενους "Πέντε Καλούς Αυτοκράτορες" παρέχει στον ΘΛ το πλαίσιο
αναφοράς στην εξουσία. Η κατάκτηση και η
άσκηση της υπέρτατης – απόλυτης εξουσίας απ’ τον φιλόσοφο αυτοκράτορα, δεν
αποτρέπει, ούτε αναιρεί τις κοινές, αναπόφευκτες δράσεις και δεσμεύσεις της
ανθρώπινης φύσης, ούτε μπορεί να κορέσει τις βαθύτερες επιθυμίες ομορφιάς,
γαλήνης, έσχατης γνώσης• την πορεία προς τη μοιραία έξοδο, που δεν προσπαθεί ν’
αποφύγει, να μεταθέσει όσο πιο μακριά, με όλη τη νοσταλγία των πίσω αφηνομένων
καλών της ζωής.
Ως Χαν Σαν (που
σημαίνει Ψυχρό Βουνό) ολιγογράφο ποιητή της χρυσής εποχής της κινεζικής ποίησης
(8ος προς 9ο μ.Χ. αι.) ο ΘΛ εκφράζεται απευθυνόμενος στους συνανθρώπους για τον
αγώνα, την αξία της ζωής, την πειστική – στέρεη νοηματοδότηση πριν μας πάρει
και μας σηκώσει όλους ο ουρανός. Το κυνήγι πολλών και ασημάντων πραγμάτων,
ζημιογόνο, υψηλό όμως και το τίμημα επιδίωξης των σημαντικών. Τα βουνά, η σιωπή
μόνιμα σύμβολα, συνθήκες όπου κινείται και οικείος χώρος του ποιητή. Οι
περισπασμοί των ασυνδέτων σχημάτων, η ανάγκη απαλλαγής απ’ τα βάρη, τα άχρηστα
αποδίδονται με καλοσμιλεμένους στίχους: περνάω μες απ’ τα κρύσταλλα σάμπως μες
από πυρωμένο στεφάνι, προκειμένου να κερδηθεί η μακαριότητα. Απ’ τον ποιητή που
απευθύνεται σε όλους και τους δικούς του, τώρα ο ΘΛ προσφωνεί και παρουσιάζει,
σαν μεγαλύτερο αδελφό τον Amir Hushang Ebtehaj, γνωστό και με το ψευδώνυμό του,
H. E. Sayeh (: Ίσκιος), Ιρανό ποιητή του 20ού αι. (1928-2022), του οποίου η ζωή
και το έργο εκτείνονται σε πολλές απ’ τις πολιτικές, πολιτιστικές και
λογοτεχνικές ανατροπές του Ιράν, πέρασε ένα χρόνο στη φυλακή για τα γραπτά του.
Μετά (1987), έφυγε στην Κολωνία της Γερμανίας με την οικογένειά του και έζησε
εκεί, αλλά επισκεπτόταν συχνά το Ιράν. Ο νεοέλληνας ομότεχνός του τον
προβάλλει, που ‘‘πήρε το δρόμο της εξορίας/ που ήταν ανέκαθεν η χώρα των
αληθινών ποιητών / η πατρίδα των αληθινών δακρύων’’ (σ. 17). Στην ποίηση του Θ.Λ.
οι πέντε παραπάνω δεν επιλέγονται κατά την πλατωνική προτροπή, οι φιλόσοφοι να
γίνουν βασιλείς, αλλά για την συσχέτιση
πνευματικού αγώνα κι εξουσίας, σε μια αισθητή στροφή προς Ανατολάς. Η
ενασχόληση περαιτέρω με το Α΄ / Πέντε ποιήματα, θα απέβαινε εις βάρος της
συνολικής παρουσίασης, οπότε αρκούμαστε στο να επαναλάβομε το ενδιαφέρον της
επιλογής των 5 ιστορικών αυτών προσώπων σημειώνοντας ότι το Α΄ αποτελεί συνέχεια της πρώτης ενότητας τού
"Λαβύρινθου" ποιητικού βιβλίου του Θ.Λ (έκδ. Καστανιώτη, 2004) με
προοπτική ενσωμάτωσης εκεί σε συγκεντρωτική έκδοση.
Ακολουθεί η 13σέλιδη
‘‘Τελευταία Κυριακή’’, ποίημα αφιερωμένο στη μνήμη του πατέρα. Ξεκινά με την
υστάτη στιγμή της ταφής – μονόλογος αντήχηση στα ανίκανα ν’ ακούσουν πλέον
αυτιά κι εκτυλίσσεται σε μια παρουσίαση στον αναγνώστη μνημών που εναλλάσσονται
με τις στερνές εικόνες του μεταστάντος. Οι περιπέτειες της υγείας την τελευταία
περίοδο γεννούν βαθιά εντυπωμένες εικόνες που προσπερνώντας τον πόνο της
στιγμής αποτυπώνουν οδυνηρά επίμονες αναμνήσεις. Εγκωμιαστικές αποτιμήσεις των
σταθερών ζωής των γονέων, άμεσα ή υπαινικτικά αντιπαραβάλλονται με την
οξειδωτική αστάθεια της δικής μας ζωής. Μαζί με την ευγνώμονα αναγνώριση της
χορηγηθείσας αγωγής, προβάλλονται κι εκείνες αφηγήσεων των απ’ τον πόλεμο που
έζησαν οι γονείς δυσκολιών. Ας σημειωθούν κι οι στίχοι αυτοπαρηγορίας που
χαρίζει η πίστη στην άλλη διάσταση, απαλλαγμένη από βάσανα και βάρη κι όπου
κινείται ο προσφιλής απελθών (σσ. 21-34).
Στο Γ΄ Αίνιγμα, το
εκτενέστερο μέρος του βιβλίου με τις 4 (αριθμημένες) υποενότητες, ο ποιητής
διαφοροποιούμενος απ’ τα πριν, επιχειρεί ένα ‘‘άνοιγμα’’ στον κόσμο. Ανακατεύεται,
παρατηρεί ως τα πιο πρόσφατα εθνικού και παγκοσμίου επιπέδου σημαντικά γεγονότα
και σχολιάζει ποιητικά, απ’ τις γνωστές αμετακίνητες και στέρεα διαμορφωμένες
θέσεις του. Η ζωή (δεν) είναι (αλλού – Κούντερα, αλλά) εδώ. Γραμμική ζωή,
ταπεινή με δυνατότητα συμ-πλήρωσης με νόημα ζωτικό (σ. 37). Τα πουλιά, σύμβολο
που επανέρχεται στο έργο, εξαίρονται για ‘‘την αρμονία και ειρήνη με τον εαυτό
τους’’ και το ότι μπορούν ‘‘…ν’ ανεβαίνουν όλα τ’ αέρινα σκαλιά/ μέχρι τον
ήλιο’’ (σ. 38). Πυκνώνει η καταγραφή στο ‘‘Ο Δρόμος μένει’’, με τον εναρκτήριο
στίχο• ‘‘Όσο κι αν βάδισα πουθενά δεν έφτασα’’ (σ. 39) να ανακαλεί στη μνήμη τα
‘‘Πέλματα’’ του Τ. Παυλοστάθη ‘‘Κανείς δεν πρόκειται να φτάσει’’ (πρώτος και
τελευταίος στίχος). Οι αξιακές συγγένειες και κοινές πίστεις, κάνουν
ενδιαφέρουσα τη ‘‘συνομιλία’’ μη γνωστών μεταξύ τους ποιητών: ‘‘μόνο η ζήτηση
μένει και η πίκρα βαθιά/ πως δεν φτάνει κανείς πουθενά’’ (Θ. Λ). ‘‘το
ατελεσφόρητο όλων και του δικού τους εγχειρήματος/ γνωρίζουν./Κανένα φτάσιμο
δεν αναγνώρισαν τα πέλματά τους…’’(Τ.Π). Επανέρχεται ο προτρεπτικός Θ.Λ. στην
‘‘Προσοχή’’(σσ. 40-41) ‘‘Ας δοκιμάσουμε ν’ αδειάσουμε απ’ τ’ άχρηστα πράγματα/
που μια ζωή ολόκληρη μας σέρνουν απ’ τη μύτη’’. Με τον τρόπο του συνιστά να
δώσομε Προσοχή σ’ αυτά ‘‘Είδη πρώτης ανάγκης είναι κι ετούτα’’, που μπορεί ν’
απελευθερώσουν και να εμπλουτίσουν με νόημα κι ομορφιά τη ζωή. Επισημαίνεται
υπονομευτικά κι η αναβλητικότητα ‘‘σάμπως να είχαμε άλλες δέκα ζωές να
περιμένουν’’. Στο ζήτημα επανέρχεται στην ‘‘Τέχνη’’, ‘‘…αν δείξουμε/ μόνο λίγη
προσοχή με την καρδιά μας/ Την κατασπαραγμένη μας καρδιά. / Τίποτε άλλο δεν
ζητά η ζωή από μας/ παρά προσοχή και καρδιά μεγάλη’’ (σ. 45).
Στη σύνθεση της
‘‘Μητρικής Γλώσσας’’ στην εξομολογητική διερώτηση ‘‘Για ποιόν γράφω;’’ κι
έκφραση αγωνίας για τη γλώσσα και τη γλωσσική υποβάθμιση – έκπτωση των ημερών,
δίνει την απάντησή του σε μια ηθικολογική κατάληξη (σσ. 42-44). Μια ηχητική
εικόνα αστικού κέντρου, η ‘‘Ανακύκλωση’’ δίνει αφορμή στον Θ.Λ να υπερθεματίσει
της απαλλαγής απ’ το περιττό, με Υστερόγραφο για τον ποιητή που, ‘‘τα
χιλιοειπωμένα λόγια τα ανακαινίζει/ τα στιλβώνει με νέα λάμψη δροσερή’’ (σ.
46).Και πιο κάτω, με αφορμή ‘‘βουνά τα απορρίμματα, ξεχασμένα από καιρό’’
παρατηρεί παρά δίπλα ‘‘δυό περιστέρια ζουν τρυφερά/ τον έρωτά τους όπως δεν
μπορούν πια οι άνθρωποι’’ και άγεται στο ‘‘Ασύνδετα κομμάτια που ζητούν ν’
αποτελέσουν/ μια ζωντανή ολότητα στην ασυνέχεια της κάθε μέρας’’ (σ. 53), για
να κορυφώσει στην κατάληξη με τη δική του απάντηση στο μείζον πρόβλημα:
‘‘Πρέπει να ζήσεις τη ζωή απ’ την καλή/ πρέπει να τη ζήσεις κι απ’ την ανάποδη.
/ Αναγκαστική διπλή πορεία’’ (σ. 54). Στις ‘‘Πέντε ζωές’’ ανάπτυξη σχετικής
άποψης ενός σοφού, καταπιάνεται συγκεκαλυμμένα (στο β΄, σ. 50) με τον έρωτα,
που δεν ήταν από τα κύρια στοιχεία της ποίησής του. Ενορατική η σύλληψη του
(αβίωτου) τελευταίου σταδίου (ε΄, σ. 51).
Κι αμέσως μετά πάλι η
εικόνα του δρόμου με τους περιθωριακούς, τους ανθρώπους του υποπρολεταριάτου,
με τη συμπονετική ματιά του ΘΛ (Κλίμαξ, σσ. 58-59). Απ’ το ανώνυμο γενικό
πλήθος, περνά στη δραματική ιστορία του Πακιστανού Μετανάστη Ευτύχα, που έζησε
κι έφυγε ήσυχα κι ανεπαίσθητα ‘‘Μακριά απ’ όλους διδάσκει την απλότητα. Την
καρτερία/ την ευγνωμοσύνη. Τη χαρά. Την ανθρωπιά’’ (σ. 60).Ο ΘΛ αφιερώνει και
ξεχωριστό ποίημα στην ‘‘Απλότητα’ ’πληττόμενη απ’ την ασχήμια. Στο ίδιο
διερωτάται ‘‘Πού πήγε η στροφή προς τα μέσα;’’ Κλείνοντας με τη συνήθη στωική
προτροπή του, σημαίνει τη διέλευση διά της στενής οδού της απλότητας ‘‘στη ρίζα
των άυλων πραγμάτων/…/ που κάνουν τη νύχτα μέρα και τη ζωή άξια να τη ζήσεις’’
(σ. 69). Με την ‘‘Ψυχή στο στόμα’’ συνθέτει ένα ωραίο ποίημα για τα τζιτζίκια
και τον μινυνθάδιο (βραχύχρονο) βίο τους (σ. 61). Με ωραίες εικόνες τρυφερών
μνημών αναφέρεται στα όνειρα που, παρά και την αναπόφευκτη επίδρασή τους, ο
άνθρωπος αυτοπεριορίζεται (Μέρα τη μέρα, σσ. 63-64).
Με τα συνήθη ασύνδετα
σχήματα, ελεγειακά και αιτιολογημένα αναφέρεται στην Ελλάδα που παντού και
αταξίδευτους πληγώνει (Αόρατος, σ. 66).Στα ‘‘Εν συντομίᾳ’’, ρεαλιστική και
στενάχωρη η εικόνα από ‘‘Νέες και νέους στο δρόμο’’ (σ. 56). Απ’ τη θλίψη που
φέρνει η εικόνα του αλλοτριωμένου νέο-Έλληνα, ο ποιητής περνά στην απελπισία
της αποδυνάμωσης – υποβάθμισης της θεμελιώδους-κυρίαρχης σχέσης άνδρα και
γυναίκας, η ζωή έχει γίνει ανέραστη. Η διαμαρτυρία για το σοβαρό δημογραφικό
πρόβλημα δεν είναι πολιτική, δημοσιογραφική, αλλά οδηγεί στην παραδοχή
‘‘Ανήκουμε στην κοινότητα’’, που επαναλαμβάνει μέσα σε δυο στίχους για να
υποβάλλει ευθύνες (σσ. 70-71). Σε συγγενές κλίμα και το ποίημα που ακολουθεί
(‘‘Μητέρες’’, σ.72), μια καταγραφή της αυτοαναίρεσης της γυναίκας απ’ την
καταβύθισή της σε πολλούς σύγχρονους ρόλους, που μοιραία φέρνουν παραίτηση απ’
τη μητρότητα…
Σε οικολογική
ευαισθητοποίηση, ένα πελώριο δέντρο-κέδρος (Γίγαντας στην ακροθαλασσιά, σ. 67)
στη θέα του ‘‘μού ’ρχονταν δάκρυα στα μάτια’’ προκαλεί συνειρμούς ενοχών για τη
μεταχείριση και των πιο θαυμαστών κι ευεργετικών για τη ζωή μας, στοιχείων της
φύσεως απ’ τους ανθρώπους. Η ζοφερά προοπτική του ‘‘Έρχεται η νύχτα’’ εισάγει
κατάλληλα στην ‘‘Κλιματική αλλαγή’’, που προκαλεί ο άνθρωπος ‘‘η κορωνίδα της
πλεονεξίας’’. Αφού οικτείρει το ανώφελο των αντιδράσεων (πορείες διαμαρτυρίας),
προσπαθεί καταληκτικά να αφυπνίσει την ατομική μας ευθύνη στο μείζον αυτό
ζήτημα (σ. 77). Από στίχους άμεσης απόδοσης μορφών της φύσης, ο ποιητής περνά
σε καλοδιατυπωμένους στίχους καθρέπτες συναισθημάτων προνοίας κι οφειλομένου
ενδιαφέροντος. Σε προτρεπτικό τόνο το εξαιρετικό ποίημα ‘‘Όχι’’, μια ανάγκη
θέσης ορίων, για εξασφάλιση της θέασης ‘‘μια μέρα ελευθερωμένος/ το καθάριο φως
των ουρανών’’ (σ. 73). Αισιόδοξα παρωθητικός στο πόσο εύκολα μπορεί ο άνθρωπος
ν’ απαλλαγεί απ’ τις ‘‘Αυταπάτες’’ (σ. 74). Ποιητική συνέχεια-συμπλήρωση ‘‘Το
Ευ’’ με τους δυο τελευταίους στίχους να εκτινάσσουν ευφάνταστα το ποίημα (σ.
75).Συνηθίζουν οι ποιητές να γράφουν, με αφόρμηση φωτογραφιών προσώπων, έτσι
προήλθε το ποίημα με τον Storm Thorgerson, καλλιτεχνικό διευθυντή και συνεργάτη
των Pink Floyd. Ο Θ.Λ συνδέει τη φωτιά με τον πόνο. Με ευχές (αντί
προτροπών)διατυπώνει ποιητικά άποψη για τη δυνατότητα διδακτικής επενέργειας
του πόνου στη ζωή(σ. 79). Στη2αν ενότητα επιχειρεί ένα άνοιγμα στον κόσμο. Αυτά
που συμβαίνουν, δεν τον αφήνουν αμέτοχο, αδιάφορο. Δεν αγνοούνται, αλλ’
εσωτερικοποιούνται, προσεγγίζονται και φωτίζονται με τον τρόπο του Θ.Λ.
Η 3η ενότητα απαρτίζεται από 4 πεζά κείμενα
(τίτλοι: Η σιωπή, Η δημιουργία, Τα αληθινά βιβλία και Το Φως) πιο ενδιαφέρουσα,
ίσως η καταγραφή του ‘‘Φωτός’’, στο ίδιο ύφος και περιεχόμενο• ‘‘Ζήσε μες στα
ίδια τα πράγματα, όχι στις ιδεολογίες, στα δόγματα, στις θεωρίες και στις
αντιλήψεις που έχουμε για τα πράγματα’’ (σ.82)• ‘‘Το φως είναι η ψυχή της
Ελλάδας’’, το ανάγει (εξομολογητικά) σε αίτιο επιστροφής του στην πατρίδα και
προεκτείνει την ενασχόλησή του και στην 4η: ‘‘Δικαίωμα στο φως, Η δίψα της
ουσίας – Διψώ για το καθαρό φως πάνω απ’ τα σύννεφα’’(σσ. 87, 88). Στο
ξεχωριστό ποίημα ‘‘Εκ των υστέρων’’ υπάρχουν αυτοκριτικές αποτιμήσεις• ‘‘το
δυσκολότερο δεν είναι να δούμε τη ματαιότητα/ αλλά την ανεξάντλητη ομορφιά των
πραγμάτων […] Κάθε φορά γυρίζεις με άδεια χέρια από την έφοδο όχι να τα
καταλάβεις/ αλλά να τα ζήσεις μέσα σου βαθιά’’ (σ. 89).
Αποτιμήσεις
-αναθεωρήσεις στην ‘‘Επιθυμία’’ (σ. 96) και στο ‘‘Στιγμιότυπο’’, με ερωτική
εισαγωγική προδιάθεση ‘‘Σήμερα μ’ αγγίζει αλλιώς μια τέτοια ελάχιστη/ αλλά τόσο
απέραντη, τόσο τρυφερή στιγμή’’ απάντηση στο τι ‘‘είναι κατά βάθος η ομορφιά’’
και σύνδεσή της καταληκτικά με ‘‘τη Μεγάλη Αγάπη που δεν την ερμηνεύει τίποτα’’
(σ. 90). Το βαθύτατα ανθρωπιστικό υπόστρωμα της ποίησης αναδύεται στην
‘‘Προσευχή’’, όταν ‘‘σε πλημμυρίζει όχι οίκτος ή λύπηση αλλά βαθιά συμπόνια/
για όλα τα ανθρώπινα πράγματα’’ (σ. 91). Στο τριαδικό σχήμα του Νεοπλατωνισμού
«μονή, πρόοδος, επιστροφή», σύμφωνα με το οποίον η ιστορία του κάθε όντος εξελίσσεται
σε τρία στάδια, μας παραπέμπει το ποίημα ‘‘Παραδοχή’’ (σ. 92). Στην περιπλάνηση
της ‘‘Αλήθειας’’ ΙΙ ,‘‘Δεν ξέρουμε αν ο καρπός είναι καρπός/ κι όχι ένα ομοίωμα
που γέννησε ο πυρετός του ανθρώπου,/ δεν ξέρουμε αν το ψωμί είναι αληθινό’’
(σ.98).Σ‘‘Το πέρασμα’’,σε τρίστιχες στροφές παρουσιάζεται το κατώφλι εγρήγορσης
– ύπνου σε αναλογία με εκείνο ζωής – θανάτου : ‘‘Μετέχοντας αλλά την ίδια
στιγμή μένοντας αμέτοχος/ στην κίνηση του κόσμου…’’ (σ. 101). Αφορμώμενος απ’
τη φράση παλαιού αγγλοσαξωνικού ποιήματος (…ANDNEFORHTEDONNA) αναφερόμενη στη
μάχη του Μάλντον– ήττα των Άγγλων (951 μ.Χ.), που ο Jorge Luis Borges επέλεξε
να χαραχτεί στον τάφο του στη Γενεύη, ο Θ.Λ σχολιάζοντας τη φράση, συνδέει
ευφάνταστα- στοχαστικά το φως με τη φλόγα – πυρ (σ. 102). Στ ‘‘Η νίψη των
ποδών’’ περιγράφει ποιητικά και σχολιάζει το γνωστό περιστατικό του κατά Ιωάννη
Ευαγγελίου(13:1-30).Πέραν της διδακτικής εσχάτης ταπεινώσεως, ο ποιητής τονίζει
την ανάγκη του προσωπικού παραδείγματος ‘‘όχι για να διδάξει,/ αλλά για να
δείξει με πόσα πέπλα επίπλαστα,/ με πόσα προσωπεία κρύβουμε την όψη μας’’ (σ.
108) της διάφανης έντιμης ζωής.
Στο από ετών εγκαθιδρυμένο πλαίσιο γραφής,
Η ‘‘Τριλογία’’ είναι ένα ακόμη σκαλί ανεβάσματος προς τα επάνω του Θανάση
Λάμπρου. Εδώ δεν επαναλαμβάνει, δεν επιβεβαιώνει απλά τα χαρακτηριστικά της
ποίησής του. Διευρύνει τους χώρους της κίνησής του σε πεδία της καθημερινότητας
και αφουγκράζεται της μνήμης τα πιο έντονα πρόσφατα ξυπνήματα, με την εμπειρία
της γραφής και της ικανής ως τώρα προσωπικής του διαδρομής.