Σε μια χρονιά με αναιμικούς επίσημους εορτασμούς κι εκδοτική έκρηξη (;) γύρω απ’ το Εικοσιένα, πολύ καλοδεχούμενο ήρθε απ’ τον συγγραφέα το παραπάνω βιβλίο. Συμμεριζόμενοι απόλυτα τις απόψεις του για τη θλιβεράν υστέρηση της Φωκίδας ‘‘στη διερεύνηση της τοπικής ιστορίας σε αντίθεση με τους όμορους νομούς’’, το ότι μας συνέπαιρναν οι διηγήσεις κι ακόμη ότι η τοπική ιστοριογραφία ‘‘δεν απέφυγε τα στερεότυπα, τους θρύλους, τις γενικεύσεις και τις εμμονές της’’ (με την τιμητικήν εξαίρεση του Ε. Σταθόπουλου κι άλλων δυο παλιότερων, είναι λίγο περισσότεροι...), διαβάζοντας το βιβλίο, χαιρόμαστε την καλογραμμένη παρουσίαση/αφήγηση και θαυμάζομε το συγγραφικό μόχθο.
Αυτός δεν στράφηκε στο ξαναψάξιμο και ξαναγράψιμο ήδη γνωστών, αλλά μετά από εξαντλητικήν έρευνα,αναλώθηκε σε πρωτογενές άγνωστο αρχειακό υλικό: χιλιάδες σελίδες κι έγγραφα των ΓΑΚ για τις επαρχίες Λιδορικίου και Μαλανδρίνου, όπως κι εκατοντάδες φάκελοι στα χειρόγραφα της Εθνικής Βιβλιοθήκης και αναφορές στα έντυπα της επαναστατικής περιόδου. Δεν επανεξέτασε μόνο, με γόνιμο κι ενδιαφέροντα τρόπο και προπαντός φωτισμό κι εμβάθυνση, ανασύστησε πραγματικά έναν ολόκληρο κόσμο που διέφευγε μέχρι σήμερα από την οπτική της σχετικής ιστοριογραφίας. Εισάγοντας μη χρησιμοποιηθείσες ως σήμερα διαστάσεις και οπτικές (: οι ιστορικές πηγές απαντούν στα ερωτήματα που τους θέτουμε· αυτά επικαθορίζονται από τους προβληματισμούς και τα κοινωνικά, πολιτικά και ιδεολογικά δεδομένα της εποχής του ερευνητή), αναδεικνύει τη συνολική κίνηση ενός αθροίσματος τοπικών κοινωνιών και το μετασχηματισμό τους σε ενιαία εθνική κοινότητα μέσα από την ίδια την κοινή εμπειρία του επαναστατικού αγώνα) : 1) την ανίχνευση των ηγέτιδων κοινωνικών τάξεων της τουρκοκρατίας κι αυτών που τις διαδέχτηκαν μέσα απ’ τον Αγώνα, 2) την οικονομική ιστορία της περιόδου της Επανάστασης, οικονομική κάλυψη του πολέμου και φορολογικές εισπράξεις, εθνικές γαίες και 3) το γκρίζο θέμα των ‘‘προσκυνημάτων’’, εκούσιας υποταγής οπλαρχηγών και κατοίκων, στα δύσκολα, μετά το 1825 χρόνια.
Η ύλη του βιβλίου είναι διαρθρωμένη σε 4 Κεφάλαια, α) οι δυο επαρχίες προεπαναστατικά, β) τα πρώτα χρόνια (1821-25) της Επανάστασης με τις επιτυχίες των επαναστατικών στρατευμάτων, γ) Η αντεπίθεση, επιδρομές κι ανακαταλήψεις της περιοχής και δ) η τελευταία φάση του Αγώνα κι η απελευθέρωση. Υπάρχει ακόμη πίνακας με τα παλαιά και τα σύγχρονα ονόματα κωμοπόλεων – οικισμών και Βιβλιογραφία με 6 ενότητες. Λείπει το εύκολα συντιθέμενο και πολύ απαραίτητο Ευρετήριο.
Με την εργασία και το νεοεκδοθέν βιβλίον, η σημερινή επαρχία Δωρίδας, που απ’ τις πρώτες επαναστάτησε, πολέμησε και δοκιμάστηκε και πάλι απ’ τις πρώτες οριστικά απελευθερώθηκε, αποκτά μια περιεκτική και τεκμηριωμένη εξιστόρηση της πορείας προς την Ελευθερίαν. Ο συγγραφέας δεν καταγράφει απλά ή παραπέμπει στις πηγές, έχει μελετήσει, προσεκτικά και με επιμονή τα τεκμήρια κι από αυτά, κριτικά και συνδυαστικά, με τη χρονολογική τάξη των γεγονότων, τα παραθέτει με απλότητα και σαφήνεια ζωντανεύοντας συνθετικά και πολυδιάστατα τις κρίσιμες πτυχές του Ξεσηκωμού στην περιοχή. Μαθαίνομε έτσι στοιχεία που αναθεωρούν απόψεις και κρίσεις, π.χ. για τον επίσκοπο Λιδωρικιού Ιωαννίκιο, τον οπλαρχηγό Ανδρ. Σαφάκα και το τέλος του, πληροφορούμαστε, όχι χωρίς έκπληξη, τη θέση υπό προστασία, μετά την έναρξη της Επανάστασης, του ελληνομαθούς βοεβόδα Ιουσούφ Εφέντη και της οικογενείας του από την οικογένεια Αν. Λιδωρίκη. Εμπλουτίζουμε τα περί της επαναστατικής δράσης και προσφοράς του Χαρ. Παπαπολίτη κι ενισχύομε και τα ήδη γνωστά για την Επανάσταση (από μονογραφίες και την ‘‘Ιστορία της πόλεως Αμφίσσης’’ του Π. Καλονάρου) στην άλλη επαρχία, των Σαλώνων. Το βιβλίο υποκινεί και θα προκύψει σύντομα, πόσο θα συμβάλει στην περαιτέρω ιστορική έρευνα κι ανάδειξη της περιόδου εκείνης.
Ο συγγραφέας, που συστήνεται πολύ λιτά κι είναι άξιος ειλικρινούς επαίνου, αφήνει για το μέλλον, την πρώτη, μετά την απελευθέρωση, καποδιστριακή περίοδο. Με όσα ο ίδιος ιδεί, του επισημανθούν και με έναν ευρύτερο βιβλιογραφικό εμπλουτισμό (από Δ. Σταμέλο, Γεώρ. Καψάλη, Π. Καλονάρο κ.τ.ά.), θεωρούμε ότι θα επανέλθει για κάποιες λίγες και μικρές περαιτέρω πινελιές. Το βιβλίο ήδη μελετάται, εκτιμάται, εμπνέει και υποκινεί περαιτέρω έρευνες, συσχετίσεις κι επανεκτιμήσεις.