Με κίνδυνο σοβαρό να
αδικήσομε την πραγματική ευρύτητα του πνεύματος του συγγραφέα, ξεκινάμε απ’ τη
γνωριμία μαζί του πριν από 22 χρόνια. Πολλοί κυρίως παλιότερα, περνούσαν
νεοδιόριστοι δημόσιοι υπάλληλοι, εκπαιδευτικοί αρκετοί, διοικητικό κέντρο η
Άμφισσα, έμεναν για το αναγκαίο διάστημα και αν προλάβαιναν, διετηρείτο καμιά
φιλία γι’ αναμνηστικά ευχετήρια στις γιορτές, όταν τελείωνε η εδώ θητεία τους.
Κάποια επιφύλαξη γι’αυτούς που έρριχναν
ρίζες, και πάμε στο Στέφανο. Με σπουδές στα Μαθηματικά, τη Γαλλική
φιλολογία στην Ελλάδα κι Αρχαία Ελληνική Ιστορία & Φιλοσοφία στη Γαλλία (École des Hautes Études en Sciences Sociales) ήρθε συμπαθής
και καλοσυνάτος και τον υποδεχτήκαμε καθηγητή Γαλλικών στο 1ο
Γυμνάσιο Άμφισσας το Σεπτέμβριο του 2002. Βρήκαμε
απ’ την αρχή κάποιες κοινές, ιδεολογικές κυρίως, αφετηρίες και πρόθυμα και μ’
ευχαρίστηση τον κατατοπίζαμε στα ερωτήματα για την τοπική μας ιστορία που μας
έθετε. Αυτό το ενδιαφέρον δεν ήταν πρόσκαιρο κι επιφανειακό.
Ο Στέφανος τελείωσε το αγροτικό του, γύρισε σπίτι του, αλλά
συνέθεσε μια μονογραφία, με εξαντλητική αξιοποίηση των διαθέσιμων πηγών για
την αρχαία Άμφισσα. Ευτύχησε να εκδοθεί σε βιβλίο, ‘‘Ποθούντες Άμφισσαν’’ (2010)
επί δημαρχίας Ασημ. Ασημακόπουλου. Δέχτηκε την πρόσκληση και πραγματοποίησε μια ενδιαφέρουσα
ομιλία για τον Μακρυγιάννη, στα 100χρονα έκδοσης των Απομνημονευμάτων του
Στρατηγού (Άμφισσα 5.9.2007). Ο Στέφανος
έκαμε και μια ξεχωριστή παρουσία στα Σκαρίμπεια με θέμα ομιλίας τους
‘‘Μειλίχιους θεούς της Μυανίας’’ (2012). Ανταποκρίθηκε πρόθυμα και με επιτυχία
ως εισηγητής και στη βιβλιοπαρουσίαση της επανέκδοσης της ‘‘Τυφλής
Δικαιοσύνης’’ του Εμ. Λυκούδη (Αθήνα Saorsa Athens,
3/10/2022, -‘‘Ο τόπος αυτός μας
«μίλησε». Δεν διατείνομαι ότι η Άμφισσα έγινε «δεύτερη πατρίδα» μου, σε καμία περίπτωση.
Άκουσα όμως κάποιες «φωνές», γεύτηκα χρώματα, τοπία, εικόνες και τα αποτύπωσα,
με τον τρόπο μου, σε ένα μικρό βιβλίο για την αρχαία Άμφισσα και σε μία σύντομη
μελέτη για τη Μυανία – την αρχαία Αγία Ευθυμία. Είναι φορές που αναπολώ, είκοσι
χρόνια μετά, ανθρώπους και κουβέντες, τις απολαυστικές ώρες ανάγνωσης …’’).
Επαφές, συναντήσεις και τηλεφωνήματα κρατούν γόνιμη μια φιλία τόσων χρόνων που,
πρώτιστα σε εκπαιδευτικά ζητήματα, έχει βοηθήσει να τα βγάζομε πέρα σε μια καθημερινή μάχη χρόνων, όπου ο στρατός
των εκπ/κών, πάσχει κραυγαλέα σε Ανεφοδιασμό
& Μεταφορές.
Ο Στέφανος εργάζεται σε
Σχολεία της Δυτ. Αττικής. Πιστεύοντας στην ανάγκη παράλληλης ενασχόλησης για
την καλυτέρευση των εργασιακών συνθηκών και της εκπ/σης, της πόλης και της
κοινωνίας, συμμετέχει και δραστηριοποιείται σε συνδικαλιστικούς φορείς,
δημοτικές κινήσεις, επιστημονικά σεμινάρια. Κι η συμμετοχή του είναι γόνιμη,
ουσιαστική και δημιουργική. Για τις ανάγκες ενός περιοδικού, βήματος διαλόγου
της ΕΛΜΕ Δυτ. Αττικής, έγραψε μια σειρά άρθρων, που με όλη τη στενότητα του
χώρου του εντύπου, πήραν απ’ την ευρεία διανοητική συγκρότησή του,στο βιβλίο μορφή
δοκιμίων, πραγματειών με τεκμηριωτικές παραπομπές και παράθεση, συχνά στο τέλος,
Ενδεικτικής/Σύντομης βιβλιογραφίας. Τα μακράν απέχοντα του δημοσιογραφικού
χαρακτήρα γραπτά, ξεκίνησαν επικαιρικά κι έχουν καταστεί διαχρονικά. Γιατί,
τώρα ‘‘Ενικά & Καθολικά’’;
Αφορμώμενος απ’ το Θωμά Ακινάτη, γράφει· ‘‘το καθολικό δεν υπάρχει, ούτε μπορεί
να συλληφθεί, έξω από το ενικό’’(σ. 204). Και ‘‘η γλώσσα, άρα και η αλήθεια,
είναι πάντα μερική, τοπική, ιδιωματική, ενική, παράγει όμως καθολικά
αποτελέσματα’’ (σ. 119).
Κι ήταν περιεκτική,
πληθωρική σε γεγονότα, ανατροπές και μεταπτώσεις, η παρελθούσα δευτέρα δεκαετία
του 21ου αι. Ξεκινώντας απ’ το άπειρο,
γοητευτική και γόνιμη μαθηματική έννοια,ο συγγραφέας μας εισάγει στην πολιτική:‘‘Ο
χώρος της πολιτικής υπάρχει, παράγεται, συγκροτείται μόνο μέσα από τη συνεχή
ένταση, την κάθε φορά εκ νέου επινοημένη απόσταση, ανάμεσα στην κοινωνική αρχή
και στη δημοκρατική (μη) αρχή, την κοινωνική τοπολογία και τη δημοκρατική
ου-τοπία’’ (σ. 60). ‘‘Η στάση όλων μας
αποτελεί πολιτική πράξη κι όχι αποδοχή ή απόρριψη κάποιας απόλυτης αλήθειας.
Διότι μια δεύτερη ξεχασμένη διάσταση της πολιτικής είναι η αμφίσημη σχέση της
με την αλήθεια […]η πολιτική εισβάλλει απρόσκλητη κάθε φορά εκ νέου μέσα από
εύθραυστα υποκείμενα, από περιπλανώμενα σημαίνοντα, από επινοημένα
διακυβεύματα, από πάντα πρόσκαιρες και αβέβαιες αναγνώσεις της συγκυρίας
…Φτιάχνεται από ετερογενή υλικά, τοπικά επίδικα που μετατρέπονται σε καθολικά
προτάγματα, ιδέες, οράματα και φαντάσματα, συμφέροντα, απολαβές και πάθη, τη
διαρκή κατανομή της εξουσίας και τον ατέρμονο αγώνα για την επανακατανομή της (σ.
108). Κι αλλού· ‘‘Είναι υπόθεση δρώντων εμπειρικών υποκειμένων, εξίσου αδαών
και ειδημόνων, που ενεργούν πάνω σε άλλα δρώντα υποκείμενα και δέχονται με τη
σειρά τους την αντενέργειά τους σε μια ατέρμονη διαδικασία’’ (σ. 31). Καθαρά
ενδεικτικές αναφορές, σε έννοια που διατρέχει όλο το βιβλίο, με την τάση του
συγγραφέα να καταγράφει και να διερευνά ‘‘τη μετατόπιση των σημασιών’’, με έναν
ακατάπαυστο συσχετισμό των διαφόρων λόγων,
προτέρημα μάλλον κι όχι μειονέκτημα που του προσάπτεται (σ. 231).
Τα κείμενα για την
εκπαίδευση κατέχουν κεντρικό ρόλο στο βιβλίο. Είναι τουλάχιστο το 1/3 των περιεχομένων άρθρων, κριτικά,
εποικοδομητικά, συνδεόμενα με τις κοινωνικές συνθήκες και τη χρονική στιγμή,
στην ευρύτερη δυνατή σύλληψη των προβλημάτων και την πιο διεισδυτική προοπτική
αντιμετώπισής τους. Απ’ το πνεύμα των άρθρων αυτών, μακάρι να διαπνέονταν όχι
μόνον αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις, εκπονούν εφαρμοστέα προγράμματα κ.λπ.,
αλλά κι οι συνδικαλιστές κι οι άλλοι εμπλεκόμενοι στην καθημερινή εκπ/κή
διαδικασία. ‘‘Αυτό που διακυβεύεται σήμερα στο χώρο της Παιδείας […] δεν
προορίζεται μόνο για την αγορά εργασίας αλλά και για την αγορά ιδεών … όπου
όλοι είναι εξ ίσου αδαείς και εξ ίσου ειδήμονες, όπου η κομμώτρια και ο
ηλεκτροτεχνίτης εκτός απ’ το να κουρεύουν, να χτενίζουν και να επισκευάζουν
μηχανές, μπορούν να μετέχουν στο παντοπωλείο των πολιτειών, όπως ονομάζει ο
Πλάτωνας τη δημοκρατία, δηλ. να διαλέγονται για τον τρόπο διακυβέρνησής τους,
να νοηματοδοτούν τη ζωή τους, να ονειρεύονται…’’ (σσ. 65-66).
Απ’ τα έργα κι ημέρες της 4χρονης
παρένθεσης Συριζα, που διαβαζόμενα ξανά στην παρούσα συγκυρία, ενισχύουν τις απόψεις
για πορείες που δεν φαίνονται εύκολα ερμηνεύσιμες, προκρίνουμε να αναφερθούμε
στην κρίση που περάσαμε, ζούμε και δεν ξέρομε, πού ακόμη θα οδηγήσει. Με
αναγωγή σε ορισμένες θεμελιώδεις παραδοχές του Μαρξ, σε συλλογικό κείμενο για την
κρίση και τις συνέπειες που υφιστάμεθα, διαβάζομε ‘‘Διαμορφώνεται έτσι το
μοντέλο του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, στο οποίο η αντιστάθμιση στην πτωτική
τάση του κέρδους δεν επιχειρείται μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας αλλά
μέσα από την αύξηση της εκμετάλλευσης (ποσοστού υπεραξίας), την αποεπένδυση και
την πεισματική άρνηση μιας μεγάλης απομείωσης στην αξία (χρηματιστηριακή) του
επενδυμένου Κεφαλαίου, η οποία σε προηγούμενες κρίσεις επέτρεψε τη θεαματική
αύξηση των κερδών, με τίμημα βέβαια την απαξίωση μέρους του συνολικού
κοινωνικού Κεφαλαίου. Δεν πρόκειται απλώς για μια κυκλική κρίση, αλλά για ένα
νέο καπιταλιστικό μοντέλο που μετατρέπει την υπέρβαση των εσωτερικών του
αντιφάσεων σε «κρίση» οδηγώντας σε …μακροχρόνια στασιμότητα … αυτή εδράζεται
στην εσωτερική υποτίμηση και τις «διαρθρωτικές αλλαγές», δηλ. στη συμπίεση
μισθών και δικαιωμάτων, στην ελαστικοποίηση της εργασίας και στην κατάρρευση
του κοινωνικού Κράτους’’ (σσ. 129-130).
Τα δοκίμιά του ανοίγουν τα μάτια για τη διολίσθηση της
ΕΕ σε δομές και πρακτικές για τους πολίτες και τα εθνικά κράτη, που επιβάλλουν
ταχείες ριζικές επανεκτιμήσεις κι αναθεωρήσεις. Παραθέτει και σχολιάζει αποφάσεις
του ΔΕΕ: ‘‘…οι ελευθερίες της έκφρασης και του συνέρχεσθαι κι ο σεβασμός της
ανθρώπινης αξιοπρέπειας…πρέπει να συμβιβάζεται με τις απαιτήσεις που αφορούν τα
δικαιώματα τα οποία προστατεύει η εν λόγω Συνθήκη [εννοούνται υπόρρητα, οι
οικονομικές ελευθερίες και δικαιώματα. Ο σεβασμός της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
δεν μπορεί ν’ αποτελέσει εμπόδιο στις απαιτήσεις άσκησης της ελεύθερης (αυτό κι
αν είναι υπερεπένδυση νοήματος!) οικονομικής δραστηριότητας]’’ (σ. 86). Το
γερμανικό Συνταγματικό Δικαστήριο με αποφάσεις του έκρινε ανώτερο το εθνικό
γερμανικό δίκαιο του ευρωπαϊκού της ΕΕ κι απέκλεισε κατηγορηματικά κάθε
ερμηνεία της ΕΕ ως οιονεί Ομοσπονδιακού κράτους (σ. 87). Ο καταγέλαστος στα
ευρωπαϊκά μμε, γάλλος πρ. πρόεδρος Hollande, νεοεκλεγμένος το 2012 ‘‘και ενώ
σημειώνονταν ιστορικά μέγιστα στις διανομές μερισμάτων και τους μισθούς υψηλόβαθμων
στελεχών – επέβαλε φόρο 75% (στην ανώτατη κλίμακα) στα εισοδήματα πάνω από ένα
εκατομμύριο € και 3% σε ορισμένες κατηγορίες μερισμάτων, χρειάστηκαν 5 χρόνια
σκληρής αντίστασης μέχρις ότου αρθούν και οι δύο. Πρωταγωνιστές της ήταν οι
μεγάλοι Επιχειρηματικοί Όμιλοι, οι σταρ του θεάματος και του ποδοσφαίρου, οι
νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, τα συστημικά ΜΜΕ- σχεδόν όλα ελεγχόμενα από
μεγάλους Ομίλους-, ορισμένα θεσμικά όργανα της Γαλλίας και της ΕΕ’’( σ. 24).
Επαρκώς φιλοσοφικά διαμορφωμένος ο Στ. Οικονόμου,
έχοντας εντρυφήσει στην πλατωνική φιλοσοφία, μπορεί προνομιακά και
συνδιαλέγεται με το Θάνο Λίποβατς, καθηγητή πολιτικής ψυχολογίας του Παντείου
στα σεμινάρια του οποίου ο Στέφανος τακτικά συμμετείχε. Στα
παρατιθέμενα κομμάτια της αλληλογραφίας τους, τα πιο ‘‘δοκιμιακά’’ κεφάλαια του
βιβλίου, επιχειρεί πρωτότυπες ενδιαφέρουσες προσεγγίσεις, ιδίως σε λιγότερο
μελετημένες περιόδους της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας. Παρατίθενται και δυο
βιβλιοκρισίες σε έργα του καθηγητή. Ο Θ. Λίποβατς, σημειώνει ‘‘Οι φιλοσοφικές
αναλύσεις σου είναι πολύ υψηλού επιπέδου’’ (σ. 233).Ο αναγνώστης χαίρεται την
ωραία αναφορά στην ποίηση, στο κείμενο για τον Ν. Καββαδία· ‘‘η ποίηση είναι
αυτή η απέραντη διαθεσιμότητα της γλώσσας, η ικανότητα των λέξεων, των ονομάτων
να ξαγκιστρώνονται από κάθε συγκεκριμένη υλικότητα, φτιάχνοντας δικά τους
σώματα, εξωπραγματικά – unrealcity-
διότι ακριβώς αγγίζουν την αισθητή καρδιά της πραγματικότητας, παράγοντας νέα
νοήματα, μετουσιώνοντας το χώρο, γεφυρώνοντας το χρόνο, κυκλοφορώντας ανάμεσα
στους ανώνυμους, ζωντανεύοντας μνήμες, αδράχνοντας τον πρώτο τυχαίο αναγνώστη
στο γύρισμα μιας τυχαίας τυπωμένης σελίδας, διαθλώντας πρισματικά όλες τις
γραμματικές, συντακτικές και σημασιολογικές ταυτότητες’’ (σ. 92). Πρακτικός,
πηγαίος, ευφάνταστος ο ορισμός του ουμανιστή, ‘‘να μπορείς να μοιραστείς τους
παραπάνω στίχους (: απ’ τη Θεία Κωμωδία, Κόλαση, ΙΙ, 71-72) από τους
ωραιότερους της ευρωπαϊκής ποίησης, παράγοντας έτσι ένα τόπο επικοινωνίας,
συνάντησης και διαλογικής ερμηνείας’’ (σ. 226). Ωραία η παλιά βεδουϊνική ιστορία
με τη διανεμητική πρακτική των καμηλών κι ευφάνταστη η (μη) αξιοποίησή της στις
αποκλίσεις ως προς τους αριθμούς του ελληνικού χρέους, ενώ το 78% των πακέτων
διάσωσης διοχετεύτηκε στις πάσης φύσεως πληρωμές προς τους δανειστές (σσ. 111,
118).
Τέλος το ‘‘Μέρος Ε΄ Κολωνός – Μακρυγιάννη μέσω Δυτ.
Λοκρίδας’’ περιέχει τα σχετιζόμενα με τον τόπο μας 3 εκτενή κείμενα. Πέραν της
συγκίνησης που μας γεννούν, μας αυξάνουν τις οφειλόμενες στο φίλο συγγραφέα
χάριτες, διότι όπως προλογικά ομολογεί ‘‘Το βιβλίο για την Άμφισσα και η μικρή
μελέτη για τους μειλίχιους είναι από τις ελάχιστες περιπτώσεις όπου, ανεξάρτητα
από το τελικό αποτέλεσμα, πραγματικά ίδρωσα, κυριολεκτικά και μεταφορικά
ερευνώντας συστηματικά τις πηγές, κρίνοντάς τις, συγκρίνοντας και συνθέτοντας,
τεκμηριώνοντας σχεδόν κάθε παράγραφο. Πιστεύω ότι το όφειλα τόσο στον εαυτό
μου…’’ (σσ. 42-43). Η συγκίνηση αναμιγνύεται ωστόσο με σκεπτικισμό στο
οπισθόφυλλο, όπου ο Χ. Κουρνιώτης, σύμβουλος της έκδοσης, σημειώνει· ‘‘…μελέτες για την αρχαία Άμφισσα, τη ‘‘ριγμένη’’ πόλη εξαιτίας των Δελφών στα παλιά
χρόνια και της Αράχωβας και του Γαλαξιδιού στα νεώτερα και σύγχρονα!..’’.
Συναισθηματικό, μη παραβλέψιμο
στοιχείο των άρθρων – δοκιμίων, είναι οι υπότιτλες αφιερώσεις, σε ζώντες αλλά και τεθνεώτες. Τις προαναγγέλλει ίσως, το μετά τον Πρόλογο κεφ. ‘‘Τα
κείμενα και οι άνθρωποι’’. Αναζητήσαμε και θα χρειαζόταν ένα Ευρετήριο, μαζί με
τα ‘‘Ακρωνύμια – Γλωσσάρι’’ και κάποιες μεταφράσεις, μερικών τουλάχιστον
αποσπασμάτων που περιέχονται. Διατρέχοντας όχι με βιαστική ματιά τις σελίδες
του βιβλίου, χαίρεται ο αναγνώστης τα κείμενα, η βαθειά φιλοσοφική παιδεία του
συγγραφέα δεν είναι απομνημονευμένη, αλλά καλά βιωμένη που επιτρέπει ερμηνείες,
συσχετίσεις και κρίσεις. Στοιχείο της ποιότητας του χαρακτήρα του Στέφανου,
η συχνά αυτοκριτική διάθεση, με παραδοχή
λαθών κι αδυναμιών, η καλή μνήμη κι επίκληση μεγάλων δασκάλων και αποσπασμάτων
συζητήσεών τους. Όλα τούτα, καθιστούν πολλαπλά ενδιαφέρον το βιβλίο κι
επάλληλες τις αναγνώσεις του, επιβεβαιώνοντας και την κρίση του συμβούλου στο
οπισθόφυλλο.
Απ’ τους ‘‘Φίλους της ΔΒΑ’’