ΤΑΚΗΣ ΠΑΥΛΟΣΤΑΘΗΣ: 20 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟΥΣΙΑΣ:
Οι
δυο απαντήσεις του, για το αν ‘‘Ο κόσμος ήταν πάντα στίχοι’’ στον Γ.
Πατίλη
Στις 3/5/1999 έφυγε απ’
τη ζωή στα 52 του χρόνια, ο ποιητής Τ. Παυλοστάθης. Οι Φίλοι της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Άμφισσας θα
τιμήσουν μέσα στο μήνα τη μνήμη του και θα υπενθυμίσουν τη σημασία του έργου,
του προσωπικού παραδείγματος και της συνεπούς στάσης ζωής του. Ανοίγοντας τον
κύκλο, δημοσιεύομε το παρακάτω κείμενο του Δ. Παλούκη.
Η ποίηση μπορεί να μην
ήταν τέκνο του ελληνικού πνεύματος, όπως η ιστορία, ή ακόμη περισσότερο, η
φιλοσοφία, υπηρετήθηκε όμως από Έλληνες διαχρονικά και με έργα που έμειναν κι
αποτελούν κτήματα της ανθρωπότητας. Η ποίησή τους άγγιζε την ψυχή κι άλλαζε διαθέσεις
στη δουλειά και στο γλέντι, στον πόλεμο, ή την απώλεια αγαπημένου προσώπου.
Διέσωζε, μνημείωνε, τροφοδοτούσε τη συλλογικήν αυτοσυνειδησία, παραστέκει
όποιον σκύβει στην πηγή της διψασμένος. Ποιητές με ικανότητα μετουσίωναν σε
λέξεις πάθη κι ευαισθησίες της κοινωνίας, γενιές και γενιές ως δημόσια πρόσωπα
κι άκρως υπολογίσιμοι οδηγητές γνώμης, μείζονες κι ελάσσονες. Ανέλαβε όψιμα κι
η κριτική το μεσολαβητικό ρόλο της γεφυρώνοντας τις όχθες ποιητού κι αναγνωστών
του.
Την ποίηση, αν δεν τη
γνωρίζαμε απ’ την οικογένειά μας ο καθένας, μας τη ‘‘μάθαινε’’ το σχολείο τα παλιότερα χρόνια. Κάποιοι την ξεχνούσαν
αποφοιτώντας. Άλλοι την κρατούσαν στη ζωή τους και την υπηρετούσαν κιόλας,
καθένας με τον τρόπο του. Την είσοδό μου, ως ενηλίκου στην πνευματική ζωή, την
καθόρισεν εν πολλοίς ο συντοπίτης μας αμφισσέας ποιητής, Τ. Παυλοστάθης. Κι
όταν στις 3 Μαΐου
συμπληρώνονται 20 χρόνια απ’ το πρόωρο ταξίδι του για τα νησιά των Μακάρων, με τ’ αρμόζοντα μετρημένα λόγια οφειλής κι
ευγνωμοσύνης, ας τιμήσομε τη μνήμη του, αναλογιζόμενοι, όπως ο Μ. Μαλακάσης
στον Τάκη Πλούμα, τα χρόνια (τόσα!)
της απουσίας του...
Για τον Τ. Παυλοστάθη
(ΤΠ) η ποίηση ήταν διαρκής πνευματική ενασχόληση – καταπόνηση με αφοσίωση και
συνέπεια, συνιστώσες συνειδητή στάση ζωής. Ολιγογράφος, μ’ επιμονή στην αρτίωση
των μορφών έκφρασης, συνεχή κι αδιάλειπτη κριτικήν (αυτο)κριτική διάθεση στη
μελέτη, το διάλογο – αναμέτρηση τελικά- με μεγάλα κυρίως αναστήματα του χώρου και
το έργο τους. Σύμφωνα με προσωπικήν εκμυστήρευση του, η αρχική ενδιάθετη τάση
του ήταν να στραφεί θητεύοντας στη λογοτεχνική κριτική. Και δεν ήταν μόνον οι
ξεχωριστές βιβλιοκρισίες του σε ποιητικές συλλογές, περιεκτικές, δίκαιες κι
εύστοχες, που ‘‘έβγαιναν’’ πιο εύκολα
και συστηματικά (από ποιητικές συνεργασίες), στα περιοδικά που του τις ζητούσαν,
αλλά κι ευρύτερες μελέτες σε βάθος, συνολικές θεωρήσεις του έργου ποιητών που
επέλεγε ν’ ασχοληθεί. ‘‘Οξυδερκέστερη,
ενδελεχέστερη και πιο εμπεριστατωμένη κριτική, δεν είχε ώς τότε γραφτεί, ούτε
και ξαναγράφτηκε για τη δουλειά μου’’, παραδέχτηκε για τη δημοσιευμένη στο
περ. ‘‘Πλανόδιον’’, (τεύχ.
4/ 1987, σσ. 188-191) κριτική ο Αργ.
Χιόνης (1943-2011).
Δυο κριτικές για την
ποίηση του Γιάννη Πατίλη (ΓΠ), συνοδίτη
ομοτέχνου και φίλου απ’ τα φοιτητικά τους χρόνια, στη Νομική Αθηνών, είναι
το θέμα του τιμητικού στον ΤΠ σημειώματός μας. Η μια στην αρχή, τα πρώτα βήματα
και των δυο (1970) κι η άλλη, λίγο πριν απ’ το πρόωρο τέλος του ΤΠ, για το
μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής καρποφορίας του ΓΠ(1997). Στα βιβλιοκριτικά αυτά
κείμενα η επαινετική παρουσίαση, ενθάρρυνση αρχικά κι η πρόοδος κι εξέλιξη, η
ωρίμανση, η ολοκλήρωση, η μνήμη πορείας – διαδρομής και το πέρασμα από κάθε
ενδιάμεσο σταθμό, οι συνδέσεις – αφομοιωτικές προσλήψεις με τον όχι εύκολον
εντοπισμό τους, προσφέρουν και σήμερα ένα επαρκές υλικό και δυνατότητες στον
μελετητή, τόσο για το κρινόμενο έργο, όσο και για τον ασκούντα την κριτική.
Ο ΓΠ γεννημένος στην
Αθήνα (1947), με σπουδές Νομικών, Νεοελληνικής Φιλολογίας και Μουσικής, απ’ τις
πιο χαρακτηριστικές ποιητικές φωνές της γενιάς του ’70, εκδότης περιοδικών,
κατ’ εξοχήν του ‘‘Πλανοδίου’’ (1986-2012), με επτά ποιητικές συλλογές στο
ενεργητικό του, ξεκίνησε το 1970 με τον
‘‘Μικρό και το Θηρίο’’. Τελειώνοντας μες τη δικτατορία των
συνταγματαρχών, η δεκαετία του ’60, βρήκε μιαν ανήσυχη και δραστήρια ομάδα
φωκέων (κυριολεκτικά αμφισσέων) φοιτητών, να αναζωογονούν τον από χρόνια αδρανή
Σύλλογό τους. Αποφάσισαν κι έκδοση 6μηνιαίου περιοδικού, των ‘‘Φωκικών Χρονικών’’,
του οποίου ‘‘ψυχή κι ιθύνων νους υπήρξε ο
ΤΠ’’. Πέραν της συμμετοχής του στη Συντακτική Επιτροπή και τη δική του τελευταία λέξη, για ό,τι
επρόκειτο να δημοσιευτεί, κρατούσε και στήλη βιβλιοκριτικής, ‘‘Τοβιβλίο’’. Στην
επεισοδιακή, μόνο για δυο τεύχη ζωή της, όπου ο ΤΠ ασκούσε πραγματική κριτική
και δεν επιδιδόταν σε δημόσιες σχέσεις
και γλυκερές αλληλοεκθειάσεις, η τελευταία (4η κατά σειρά), του 1ου
τεύχ. ήταν για τη νιόβγαλτη τότε, ποιητική συλλογή του ΓΠ.
Σε 70 περ. αράδες της
δίστηλης σελ. 29 και λίγο ομοίως της επομένης και με 5 αποσπ. ποιημάτων,
συστήνει τον ‘‘ρουμελιώτη- όχι μόνο στην καταγωγή’’ ποιητή και ως
εκπρόσωπο της δικής (του) γενιάς που κάνει τις πρώτες εμφανίσεις της
στα γράμματα. Και με σιγουριά αποφαίνεται· ‘‘Είναι
η πρώτη του συλλογή και είναι πράγματι μια καλή συλλογή’’. Απ’ τη γενικά
τεκμηριωτικήν εξ αντιδιαστολής κρίση:
τα ποιήματα δεν είναι πρωτόλεια κι ο λόγος του δεν παγιδεύτηκε, ξεπέρασε με άνεση τα μοντερνίζοντα
εκφραστικά μέσα του συρμού με τ’
ανούσια αφηρημένα σχήματα, τις λεκτικοϋλιστικές παλάβρες, ο 24χρονος τότε,
κριτικός περνά στο θετικόν εντοπισμό, την ανάδειξη του νέου πνεύματός της ‘‘ένας πικρός και αγωνιώδης αποχαιρετισμός του
ονείρου για μια στέρεη και πιο αληθινή ζωή για όλους μας, όχι ξώφαλτση σαν σημερινή’’. Σύντομα καταγράφονται
επηρεασμοί, αφομοιωτικές ενσωματώσεις απ’ το δημοτικό τραγούδι κι οι αρετές της
συλλογής: άμεση, πιο υποβλητική
εκφραστικότητα, πικρή αισθαντικότητα, στιλπνοί στίχοι που επιθυμούν να διαφυλάξουν το πρόσωπο απ’ τη μαζοποίηση,
τη συμβατικότητα, ‘‘ευθυγράμμιση’’,
ώριμες επιτεύξεις καθαράς σκέψης.
Ο κριτικός, ακόμη κι αν
πρόκειται για φίλο και την πρώτη του συλλογή, δεν αποσιωπά και τ’ αρνητικά,
κάποια ελάχιστα ‘‘μέτρια κομμάτια,
αδόκιμοι στίχοι’’, που όμως, αφού επαναλαμβάνει·‘‘πρόκειται για μια καλή συλλογή’’, ‘‘δε μετράνε, δεν βαραίνουν’’. 27 χρόνια αργότερα, στη δευτέρα
κριτικήν, αποτίμηση οικοδομημένου έργου πια,
μας πληροφορεί ότι ‘‘τριάντα δυο
χρόνια έχουν περάσει από τότε που βρήκα κάτω απ’ την πόρτα του φοιτητικού
δωματίου μου, το φάκελο με δακτυλογραφημένο, ανέκδοτο το Μικρό και το Θηρίο
μέσα’’ (σ. 12, σημ. 6). Αν δεν είναι
αριθμητική αστοχία, η παρουσιαζόμενη ποιητική συλλογή χρειάστηκε 5 χρόνια να
εκδοθεί! Κι οι συζητήσεις επ’ αυτής, κριτικές υποδείξεις κ.λπ., έδωσαν και
πήραν. Το υπαινίσσεται σαφώς κι ο ΤΠ στο τέλος της βιβλιοκρισίας του· ‘‘κι ας λέη ο καλός φίλος, πως δεν ξέρω τι είδους... «διαφορές» αλλοιώνουν τάχα την κρίση μου’’.
Λιτότητα, τεκμηρίωση
κρίσεων adhocμε
στίχους, διαφανή τα κριτήρια αποτίμησης, απαράλλαχτα ώς την εσχάτην ώρα, όπως
π.χ. περί μοντέρνου και σύγχρονου – κλασικού στοιχείου στους στίχους, με μιαν
αίσθηση ομορφιάς των δεύτερων διαρκείας (ως κλασικών)... Και πέρασαν τα χρόνια.
Και συσσώρευαν έκαστος επιμελώς τη δική του γραπτή
ποιητικήν ύλη κι έρχεται στα 1997 (δυο χρόνια πριν από τη δραματική του
έξοδο) στο λογοτεχνικό περ. (3μηνιαία
επιθεώρηση)‘‘Εμβόλιμον’’ των Άσπρων Σπιτιών Βοιωτίας να συνθέσει μια
5σέλιδη πυκνογραμμένη και περιεκτική, με λίγες Σημειώσεις, κριτική, τις ‘‘Στιγμές
θετικότητας και άρνησης/ στα «Ταξίδια στην ίδια πόλη»’’ (τεύχ. 33-34, αφιέρωμα
στον Γ. Πατίλη, σσ. 8-12), με αφορμή τη συγκεντρωτικήν έκδοση των ποιημάτων του
(Ταξίδια..., Ύψιλον, 1993).
Απευθυνόμενος σε
γνωρίζοντες και σχετικούς, ο ΤΠ ξεκινά με την αναφορά στη συντελεσθείσα και
κριτικά διαπιστωθείσα αλλαγή, όχι τομή, στην ποίηση του ΓΠ, ήδη απ’ την 5η
του συλλογή ‘‘Ζεστό Μεσημέρι’’ (1984) και καταγίνεται εκτενώς μ’ αυτή. Το
κρίσιμο πέρασμα του ποιητή απ’ τους καταγγελτικούς,
σαρκαστικούς τόνους, τον «επιθετικό» σχολιασμό του κοινωνικού περίγυρου, στη στοχαστικήν εγκαρτέρηση, τη θετική
πρόσληψη του κόσμου, την αποδοχή
της (έκ)πτωσης του παρόντος, τη μεταφυσικήν απαντοχή, την κατάφαση του κατακερματισμού του κόσμου
(αντί της ενότητας), που ευφάνταστα παραπέμπει σ’ ένα εκπληκτικά αυτοκριτικό
(της διανοητικής σύλληψης του κόσμου) σχετικό ποίημα του Fer. Pessoa (βλ. σ. 12, σημ. 4) που
μετριάζεται με τις, κύριες και οικείες στο προηγούμενο έργο του, μεταπτώσεις στο αμιγώς κοινωνικό πεδίο.
Στο τέλος της κρινόμενης συγκεντρωτικής έκδοσης, αλλά και το τέλος της επομένης
του ‘‘Ζεστού Μεσημεριού’’ συλλογής (‘‘Γραφέως κάτοπτρον’’, 1989) εντοπίζει σε
συγκεκριμένο ποίημα την πεμπτουσία της κι έρχεται έτσι η επικύρωση της πολύ
σημαντικής αυτής αλλαγής, με αναγωγή και στον Friedrich Hölderlin.
Κι ακόμη βαθύτερα, για τη συνύπαρξη, εσωτερική
συγκοινωνία των μεγάλων κοσμογονικών αντιθέτων στοιχείων, ανάγεται σε μια φράση
του Albert Camus.
Διεξοδικά κι επιμελημένα ανατρέχει με καίρια ποιήματα και στίχους του ΓΠ στην
εποχή ‘‘της άρνησης και του μόχθου’’,
των 4 πρώτων του συλλογών, με αφετηρία ‘‘το
αξονικό θέμα’’, στο πρώτο καταγεγραμμένο 27 χρόνια ενωρίτερα ποίημα (: ‘‘ΆΧειμάρρα...’’) ! Ο κριτικός
υπογραμμίζει την αντίδραση του ποιητή (: ‘‘λυπάται
και διαμαρτύρεται’’) στην καταστροφή της ελληνικής μικροαστικής τάξης, μιαν
20ετία αργότερα (σήμερα) δραματικά επίκαιρης – αλλά κάπως μεγεθυμένα πια
αποκαλούμενης μεσαίας τάξης και του, μαζί μ’ αυτήν πληττόμενου ‘‘ψυχικού πολιτισμού ολοκλήρου του λαού’’.
Εκεί ο ΤΠ σύντομα εκτοξεύει και τις δικές του κριτικές παρατηρήσεις επ’ αυτού,
επανερχόμενος στον ΓΠ και κλείνοντας με την αναπόφευκτην αναδίπλωση του ποιητικού ανθρώπου στην εσώτερην αλήθεια του, τη
θετικήν αναφορά (λίγο σύγχρονα: συνιστώσα), της ποίησης αυτής του ΓΠ.
Υπομειώνοντας ο ΤΠ το κείμενό του σε ‘‘σημείωμα’’, επισημαίνει προσέτι ‘‘δυο θεματικά στοιχεία απ’ τα
μονιμότερα’’της ποίησης του ΓΠ, α΄: την περιχώρηση της γραφής, γλώσσας με
τον κόσμο, το κορμί, και β΄: τη μαχητική αντιπαράθεση φύσης και εξουσίας. Την
πρώτη περίοδο των τεσσάρων συλλογών, συμπερασματικά συνοψίζει ότι τη διατρέχει
ένα πνεύμα με αντίκρυσμα και στη μορφή, με πρώτο συστατικό του μια στήριξη στη
νεοελληνική παράδοση. Μαζί κι ένας μοντερνισμός αφομοιωμένος. Ενδιάμεσα μια
νοημοσύνη διεκδικητική, προσωπική σε ‘‘μια
ποίηση που ποντάρει πρωτίστως στο νόημα’’ και η οποία ‘‘επιδιώκει και κατακτά από δρόμους δύσβατους
τη λογοτεχνικότητά της’’.
Αφού έκαμε την κριτική αναδρομή με όλους τους φόβους δεδηλωμένους, της
περιοριστικής λόγω χώρου, ανάπτυξης, ο ΤΠ επιστρέφει στη β΄ περίοδο της
συντελεσθείσας αλλαγής και του ποιητικού έργου συνολικά. Με ένα εμβληματικό
ποίημα (Καλός Ευμάστας) που το
παραθέτει, βλέπει σ’ αυτό τον ποιητή να ‘‘βγάζει
πανηγυρικά το άχτι του έναντι της Ιστορίας’’, για να καταλήξει στο ότι ‘‘η αγάπη μαζί με τη φύση ανήκουν στις
οδηγητικές σταθερές’’ της ποίησης του ΓΠ.
Χωρίς τυποποιημένα τετριμμένα, χωρίς προσωπικούς και συναισθηματικούς
τόνους, αλλ’ αναλυτικά και τεκμηριωμένα με παραθέσεις ποιημάτων και παραπομπές,
χωρίς αναφορές ή προδικάσεις του μέλλοντος, με τα κριτήρια, επιλογές –
προτιμήσεις που υιοθετούσε, εφάρμοζε κι ακολουθούσε και στη γραφή της δικής του
ποίησης (: συνέπεια),ο ΤΠ παρουσίασε περιεκτικά, μες απ’ τη δική του ιδιαίτερην
οπτική, το έργο του ομοτέχνου, συνοδοιπόρου και φίλου του. Το τεύχος 31/ Ιουν.
2000 του περ. ‘‘Πλανόδιον’’ κυκλοφορήθηκε με ‘‘Σελίδες για τον Τάκη
Παυλοστάθη’’. Η 441η ήταν του Γ. Πατίλη, ‘‘Απρίλης
καταρρέων. – σμικρά τις ανάλυσις-.
Ο ίδιος φρόντισε (σωστικά) και τη συγκέντρωση των καταλοίπων του. Ο ΓΠ
πριν από 10 χρόνια, ‘‘ύστερα από μακράν απουσία’’ επανήλθε
εκδίδοντας την ‘‘Ακτή Καλλιμασιώτη και άλλα ποιήματα’’, (Ύψιλον, 2009). Η
κριτική επ’ αυτής επεσήμανε ότι ‘‘Η
οξύτητα των προηγούμενων συλλογών έχει εδώ υποχωρήσει και τη θέση της έχει
λάβει πλέον το βάρος της σοφίας της ζωής, ένας κλαυσίγελως αυτονόητος και
δεδομένος που επιβάλλει η εμπειρία περιορίζοντας με την ηλικία τα όνειρα και
τις φιλοδοξίες’’ (Θ. Φωσκαρίνης). Ο Τ. Παυλοστάθης λείπει, εδώ και 20 χρόνια.
Τα ποιήματα, τα άλλα κείμενά του, όπως τα παραπάνω κριτικά, μας παραστέκουν.
Συχνά πυκνά ανατρέχομε, θαυμάζοντας την αντοχή και τη σκληράδα τους στα δόντια
του χρόνου...