«Δε θα σιωπήσουμε ποτέ»,Προκηρύξεις
του ‘‘Λευκού Ρόδου’’,
Απ’ τα θέματα που,
πέραν των ιστοριογράφων, απασχόλησαν κι απασχολούν ευρύτερα τους ανθρώπους εις
την Ευρώπη, είναι το πώς – πόσο παγιδεύτηκε ένας ολόκληρος λαός απ’ τον Χίτλερ
και το ναζισμό στο Β΄ Παγκ. πόλεμο, το πόσο ήξερε, γιατί και πόσον ανεχόταν τις
διαπραττόμενες θηριωδίες – εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας... Κάτι προϊδέαζε ο
Τόμας Μανν στο ‘‘Δόκτορα Φάουστους’’
Το ‘‘Λευκό Ρόδο’’
υπήρξε μια συνωμοτική αντιναζιστική ομάδα φοιτητών του Μονάχου, μ’ έναν
ευάριθμο πυρήνα, που καθοδηγούμενοι κι από έναν καθηγητή τους, συνέταξαν και
διένειμαν εξ (6) συγκλονιστικές Προκηρύξεις, απ’ το καλοκαίρι του ’42, ως το
Φλεβάρη του ’43, με τις οποίες: Ασκούσαν σκληρή κριτική στο απάνθρωπο καθεστώς.
Έκαναν πιο γνωστές τις εκατόμβες των στρατευμένων στα μέτωπα του πολέμου και
τις δολοφονίες των στοχοποιημένων ‘‘εχθρών’’ στα στρατόπεδα συγκεντρώσεων.
Επιτίθονταν στους εφησυχάζοντες, τρομοκρατημένους, πολλούς αντιθέτους, την
κοινή γνώμη. Κατέφασκαν, συνομολογούσαν ενοχές και συλλογική ευθύνη. Καλούσαν
σε παθητική αντίσταση, τέλος, έναν έσχατο φραγμό στον ανεμπόδιστο, ως τότε,
εξολοθρεμό ανθρώπων, συνόλων, αξιών.
Το καθεστώς, με τους
μηχανισμούς του, εντόπισε, συνέλαβε, δίκασε σε δίκες – παρωδία κι αποκεφάλισε
εξ (6) μέλη του πυρήνα της Οργάνωσης, καταδικάζοντας σε πολυετείς καθείρξεις
κάποιους άλλους. Πριν απ’ το τέλος του Πολέμου, που μαθεύτηκε η δράση τους, τα
συμμαχικά αεροπλάνα έριχναν αναπαραγμένες τις Προκηρύξεις του ‘‘Λευκού Ρόδου’’
στις πόλεις της Γερμανίας. Μετά τον Πόλεμο, οι φοιτητές – μάρτυρες έγιναν
σύμβολα του παγκόσμιου αντιναζιστικού κινήματος κι ενέπνευσαν κι εμπνέουν μεγάλο αριθμό καλλιτεχνικών κ.λπ. έργων, οι δε Προκηρύξεις διδάσκονται σε όλες
τις βαθμίδες της γερμανικής εκπαίδευσης.
Μετά από αναβολές και
καθυστερήσεις χρόνων, προσεκτικά μεταφρασμένες, υποσημειωμένες κι
ακολουθούμενες από Αναλυτικό Χρονολόγιο της πορείας της χώρας και της Οργάνωσης
– μελών της, εκδόθηκαν σε ένα 80σέλιδο, πολύ άρτιο βιβλίο «Δε θα σιωπήσουμε
ποτέ», απ’ τις εκδ. Πατάκη. Τις μεταφράσεις και τα συνοδευτικά κείμενα εκπόνησε ο Θεόδωρος Σ. Τσομίδης, πτυχιούχος Νομικής του Α.Π.Θ, που τώρα είναι
μεταπτυχιακός φοιτητής στην Ολλανδία. Ακολουθώντας τα βήματα του πατέρα του,
χαρίζει στην ελληνική βιβλιογραφία ένα πολύτιμο ντοκουμέντο, αφού οι
Προκηρύξεις δεν είναι, όπως θ’ ανέμενε κανείς, καθαρά πολιτικά – ρητορικά
κείμενα, αλλά γεννήματα σκέψεων βαθιά διαποτισμένων απ’ την ανθρωπιστική
παιδεία, τις στέρεες κι αναμφισβήτητες βάσεις του δυτικού οικοδομήματος.
Παλλόμενες από οργή και
ενοχή οι νεανικές καρδιές των φοιτητών που τις έγραψαν, οι Προκηρύξεις έχουν
αναφορές κι αποσπάσματα στον Σίλερ και τον Γκαίτε, τον Λάο Τσε και τον
Αριστοτέλη (Πολιτικά), τον Εκκλησιαστή και το Νοβάλις, το ρομαντικό ποιητή Κ.-
Τ. Κέρνερ. Για να ταρακουνήσουν και να ευαισθητοποιήσουν, να κάμουν συνειδητή
την τεράστια ενοχή που βαραίνει τις πλάτες ενός ολόκληρου λαού και να
εξεγείρουν τους απαθείς, τους φοβισμένους και κατατρομαγμένους, τους πολλούς,
που ενώ ήξεραν, ανέχονταν αίσχη κι εγκλήματα, μη πιστεύοντας στη δύναμή τους.
Η ανάγνωση του βιβλίου
με τις Προκηρύξεις, όπως σημειώνει ο Προλογίζων ‘‘είναι μια διιστορική
υπενθύμιση για τον πυρήνα της ανθρώπινης φύσης’’ κι ότι ‘‘στον ιστορικό χρόνο η
μνήμη της ισχύος διαρκώς εξασθενεί, ενώ η μνήμη του παραδείγματος είναι
εξακολουθητικά πολλαπλασιαστική’’. Γνωρίζοντάς μας ο Θ. Τσομίδης, με τη
μετάφραση και το Χρονολόγιο, τους φοιτητές – μάρτυρες, τους Σόλ, το Σμόλερ, τον
Γκραφ, τον Πρόμπστ, τον καθηγ. Κ. Χούμπερ και τους άλλους, εκτός απ’ την
ιδιαίτερη συγκίνηση και το θαυμασμό για την τόλμη και τη θυσία τους, ενισχύει
τη φαρέτρα για την ενδεδειγμένη στάση που οφείλομε να διαμορφώσουμε απέναντι στη
βία που επανακάμπτει, με το μίσος, το ρατσισμό, την αναισθησία, την απάθεια και
τον ολοκληρωτισμό του 21ου αι.