«Θα σε σκοτώσει ο μπαμπάς» μου λέει. «Θα σε
σκοτώσει». Εγώ ούτε που την πρόσεχα όμως. Άλλο σκεφτόμουνα εγώ – μια τρέλα. «Ξέρεις
τι θα ‘θελα;» της λέω. «Ξέρεις τι διάολο θα ‘θελα να γίνω; Λέω, ας πούμε, άμα
ήτανε στο χέρι μου;».
«Τι; Μη λες παλιόλογα».
«Ξέρεις ένα τραγούδι που λέει όταν κορμί πιάνει
κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια; Ε, θα ‘θελα -».
«Οταν κορμί σμίγει κορμί, στη σίκαλη, στα στάχια»
μου λέει η δικιά μου. Ποίημα είναι. Του Ρόμπερτ Μπερνς» […]
«Εγώ νόμιζα πως λέει όταν κορμί πιάνει κορμί» της
λέω. Αλλά τελοσπάντων, φαντάσου παιδάκια, όλο παιδάκια, που θα ‘ναι σ’ ένα
μεγάλο χωράφι με σίκαλη και που θα παίζουνε ξερωγωκάτι, ένα παιχνίδι. Μιλάμε,
χιλιάδες παιδάκια, κι εκεί γύρω να μην είναι κανείς – κανένας μεγάλος, λέω
δηλαδή – μονάχα εγώ. Κι εγώ θα στέκομαι άκρη άκρη σ’ ένα ξεκούδουνο γκρεμό. Και
η δουλειά μου εμένα θα ‘ναι να τα πιάνω εκεί που θα κοντεύουνε να πέσουνε στον
γκρεμό – λέω, ας πούμε, εκεί που τρέχουνε και που δεν βλέπουνε πού πάνε, εγώ θα
πρέπει να πετιέμαι από κάπου και να τα πιάνω. Μόνο αυτό θα ‘κανα όλη μέρα. Θα
‘μουνα ξερωγώ στη σίκαλη, στα στάχια, ο πιάστης. Τελείως παράνοια είναι, και το
ξέρω, αλλά μόνο αυτό θα ‘θελα εγώ στο βάθος βάθος. Το ξέρω που είναι παράνοια».
Η δικιά μου έκανε ώρα να μιλήσει. Κι ύστερα, όταν
μίλησε, είπε μόνο «Ο μπαμπάς θα σε σκοτώσει».
«Σκασίλα μου κι αν με σκοτώσει» της λέω […]