Τετάρτη 17 Ιανουαρίου 2024

Παρουσίαση βιβλίου: Θανάσης Λάμπρου, Μονοπάτια, εκδ. Περισπωμένη

 




Το Δυσκολότερο

Πως στο τέλος όλα γκρεμίζονται

μες στο πηγάδι του καιρού

και χάνονται και σβήνονται και πάνε

είναι το ένα.

Το άλλο είναι να ρίξεις τον κουβά

μες στο πηγάδι του καιρού

να βγάλεις άστρα

Το τρίτο – και δυσκολότερο – είναι

να ριχτείς ο ίδιος μες στο πηγάδι του καιρού

να γίνεις άστρο. (σελ. 19)

Τα δικά του, ποιητικά ‘‘Εις εαυτόν’’ έχουν αποτυπωθεί στα ‘‘Μονοπάτια’’ του Θανάση Λάμπρου. Τον γνωρίσαμε απ’ τις γενναιόδωρες προσφορές του στη ΔΒΑ, ένας σεμνός και συνεπής θεράπων της Ποίησης με σημαντική προσφορά και στη δόκιμη μετάφραση μεγάλων έργων απ’ τη Γερμανική γλώσσα. Η ποιητική του ύλη στα ‘‘Μονοπάτια’’ κατανέμεται σε τρεις ενότητες: α΄ με 22 ποιήματα, β΄ με 99 σύντομες εκλάμψεις στίχων & γ΄ με 12 ποιήματα. Ο χώρος που κινείται η γραφή, είναι ο συμπαντικός, τα κοσμολογικά στοιχεία των Iώνων προσωκρατικών‧ ‘‘...οι λέξεις δεν είναι λέξεις, / συμπυκνωμένος ουρανός, χώμα, φωτιά κι αέρας’’ (σελ. 12,  τα βασικά αυτά στοιχεία & σε σελ. 68) και οι ευφάνταστες συνάψεις τους, η αστραπή που καραδοκεί κι επανέρχεται στα ποιήματά του, η φύση με όλα της τα στοιχεία – σύμβολα, η θάλασσα, το ποτάμι – ρυάκι, η Σελήνη, ο σεισμός, ο ρυθμός που ‘‘ορίζει τη ζωή’’ (σελ. 22) και ‘‘μας συγκρατεί’’ (σελ. 15) και μια καλά θεμελιωμένη σχέση οικειότητας με σπινοζικήν, αν επιτρέπεται να πούμε, ιδέα του Θεού (βλ. ποίημα σελ. 26, ‘‘Ο Θεός’’, ο Θεός και σε σελ. 45).

Απ’ τα κοσμολογικά στοιχεία της δημιουργίας και τον επιφαινόμενο θεό, ο ποιητής προσανατολίζεται σε ‘‘Αστραπές που καίνε τα κόκαλα / κι αφήνουν άθικτη τη σάρκα και το δέρμα’’(σ. 44). Μας αποκαλύπτει την εξ αρχής επιλογή του δρόμου της ζωής του ‘‘Για χρόνια έμεινα γονατιστός στα πόδια των δασκάλων / αν και γνώριζα από παλιά : / Τίποτα δεν φυτρώνει / κάτω απ’ των μεγάλων δέντρων τη σκιά. / Τώρα ξέρω: Πρέπει να πάρεις το δρόμο προς τα μέσα, / στο στήθος βαθιά κατοικεί ο θεός’’, (σ. 53). Απ’ τη μαθητεία τους στους μεγάλους του Πνεύματος και του στοχασμού, αφομοιωμένα στοιχεία εμποτίζουν τους στίχους του. Ο Ηράκλειτος, ο Πλάτων, ο Σολωμός, ο Ν.Δ. Καρούζος. ‘‘Τα Υψηλά’’ ανακαλούν στη μνήμη τον Εφέσιο Ηράκλειτο και τον Ζακύνθιο θεμελιωτή της νεοελληνικής ποίησης. Ο Θ.Λ. αποζήτησε, μόχθησε και κατέκτησε τη βαθύτερη γνώση : ‘‘η γνώση πως όλα χάνονται εδώ / για να σμίξουν αλλού όλα μαζί σ’ ένα χορό / […] / ίσως η γνώση αυτή φέρει στο τέλος τη γαλήνη’’, (σ. 17).

 Οι επιλογές οι στρατηγικές του βίου δεσμεύουν, αλλά η ζωή δεν είναι ευθύγραμμη‧ υπάρχουν πτώσεις και ανορθώσεις: ‘‘Ψυχή μου που βούλιαξες στο σκοτάδι / πώς να σε οδηγήσω πάλι στο φως;’’ (σ. 46). ‘‘καλύτερα να μη σε ξέρουν καν οι άνθρωποι’’ (σ. 61). ‘‘Θα βρεις τότε το δρόμο πάλι, / αυτόν που έχασες μέσα σε τόσα άχρηστα πράγματα’’ (σ. 76). Κι ο άνθρωπος, εξ αρχής προσδιορισμένος και παροτρυνόμενος στο δρόμο ( : τον ένα δρόμο, σ. 10) για την κορυφή, τη λυτρωτική κορυφή που δεν έχει σχέση με φιλοδοξίες διάκρισης, αλλά παίρνει ξεκάθαρα οντολογική διάσταση για να χωρέσει ‘‘η απλωσιά πού ’ναι η ψυχή σου’’ (σ. 10). Όχι η απλωσιά της ψυχής, αλλά η ψυχή είναι απλωσιά, μη πεπερασμένη. Στους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες που περιμένουν, συναντάται με την αρχέγονη μοναξιά: ‘‘Μια μοναξιά, πριν γεννηθούμε, μας πήρε απ’ το χέρι’’ (σ. 16). Αυτή δεν αποτελεί μόνον αναγκαία συνθήκη πνευματικής επιβίωσης κι ανόδου, ‘‘Έχτισα μια μοναξιά / όλο λουλούδια και πουλιά’’ (σ. 25). Οδηγεί σε βαθύτερες συνειδητοποιήσεις της μοίρας του σύγχρονου ανθρώπου ‘‘Δοξασμένη η μοναξιά /  ο συντομότερος δρόμος που βγάζει ίσα στον εαυτό μας’’ (σσ. 68-69).‘‘…κανένας δεν σ’ ακούει στην πιο μεγάλη λύπη σου’’ (σ. 70). Και ‘‘Ζει κανείς καλύτερα μέσα στις πόλεις / εκεί που τα βλέμματα διασταυρώνονται σαν σπαθιά / και κανένας δεν γνωρίζει κανέναν’’ (σ. 63). Ταυτόχρονα η μοναξιά αποτελεί κι ένα μαχητό τεκμήριο υπέρβασης προς τη ζωογόνα συλλογικότητα‧ ‘‘αν τη νύχτα σαλπάραμε γι’ αλλού έξω και πέρα απ’ τη φυλακή / όπου μένει κλεισμένος μια ζωή ολόκληρη εκούσια ο καθένας’’ (σ. 33).

Στα ποιήματα ο Θ.Λ. συχνά ωθείται στην αυτοκριτική και τον απολογισμό, διαδρομής και βίου: ‘‘Αρχίζεις να ζεις απ’ τη στιγμή / που γνωρίζεις κι εμπιστεύεσαι τον εαυτό σου’’ (σ. 31). ‘‘Με περιβάλλουν ένα γύρο χάρτινοι τοίχοι. / Μήπως να φύγει άφησα η ζωή;’’(σ. 54). ‘‘Λίγα κατορθώνουμε, μια λαχτάρα είναι όλη η ζωή, / κάνουμε σχέδια, / κινούμε ολοένα αλλά γυρίζουμε μ’ άδεια χέρια’’ (σ. 58). Η διαμόρφωση συν τῷ χρόνῳ μιας ευαίσθητης όσο κι οξυδερκούς συνείδησης, δεν υστερεί και στην αίσθηση του χρέους, λεπτή και βαθύτατα ανθρωπιστική‧ ‘‘ευλογημένο / αυτό που σου δίνεται την κάθε μέρα την κάθε στιγμή / […] το λίγο που σου δόθηκε να το κάνεις πολύ’’ (σ. 34). ‘‘Πάσχισε αδιάκοπα για το καλό’’ (σ. 38). Για να λάβει τη συγκινητική κορύφωση ‘‘άλλο δεν μας μένει  / παρά να πασχίζουμε ολοένα για τα έργα της καλοσύνης’’ (σ. 75). Κι αφού πρόκειται για ποιητή, σπεύδει προκαταρκτικά και πολύ εύστοχα να επισημάνει ‘‘Μπορούμε να δώσουμε μόνο αυτό που μπορεί / ένας μέσα του να δεχτεί σαν μουσική και να το αγαπήσει’’ (σ. 9).

Ο ποιητής έχει τη διαδρομή του‧ πέρασε είδε, ‘‘... την παραφορά / και του ανθρώπινου κοπαδιού τη λύσσα [...] είδες τη διαφθορά να κατατρώει εξαρχής τον τόπο’’ (σελ. 63) έπαθε‧ και σε ρεαλιστική πλατωνική αποδοχή των πραγμάτων, ομολογεί στενάχωρα κι αβίαστα ‘‘Είμαστε ακόμη μακριά πολύ / να δούμε σαν μελέτη θανάτου τη ζωή’’ (σ. 27). Αλλά και σαν ανάνηψη κι αφύπνιση, σε κάμψη προς στιγμήν ‘‘Το μέλλον είναι να βρούμε πάλι τον δρόμο προς τα μέσα, / αυτόν που χάσαμε…’’ (σ. 22). 

Η αξιοσημείωτη προστακτική επιλογή της γραφής του, έχει το χαρακτήρα της προτροπής, στοχαστικής παρακίνησης και προειδοποίησης, σε μια πορεία ζωής στωικά χρωματισμένης. Ενδεικτικοί είναι οι τίτλοι ποιημάτων: ‘‘Λάθε βιώσας, Φεύγε Σιώπα Ησύχαζε, Γνώθι Σαυτόν, Να ζεις, Ακολούθησε τη μουσική, Ζήσε αν μπορείς’’. Η στοχαστική του διάθεση αποκρυσταλλώνεται σε μειλίχιες προτροπές, ευπρόσδεκτες ‘‘Εις εαυτόν’’ και σε καθένα συνειδητά φεύγοντα τη βουή του κόσμου: ‘‘Να είσαι ολιγαρκής και ειρηνικός και απομόναχος / χωρίς να βαραίνεις κανέναν’’ (σ. 20). ‘‘Να κοιτάξεις τον θάνατο κατάματα χωρίς φόβο και τρόμο’’, (σ. 38). ‘‘Κοίταξε να μην αρέσεις στους ανθρώπους αλλά στον θεό’’, (σ. 18). ‘‘Κοίταξε πώς να μη στεγνώσει η ψυχή’’, (σ. 46).

Τι μένει απ’ την αναγνωστική και πνευματική διαδρομή των ‘‘Μονοπατιών’’ κι απ’ το απόσταγμα της πορείας ζωής που επιζητεί να μας μεταγγίσει ο ποιητής; ‘‘ίσως η γνώση αυτή φέρει στο τέλος τη γαλήνη’’ (σ. 17). ‘‘αν κοιτάζαμε και βλέπαμε για πρώτη φορά τον κόσμο όπως είναι, / όχι όπως σχηματίζεται στο θολό μυαλό μας’’ (σ. 33). Μένουν κι οι ωραίες ποιητικές εικόνες, όπως ‘‘Νύχτα πώς λάμπει ο ασάλευτος ωκεανός σου / με τ’ αμέτρητα κεριά να καίνε σαν ψυχές πάνω στα νερά’’ (σ. 42). Ακολουθώντας τα ‘‘Μονοπάτια’’  του Θ.Λ., οι αναγνωστικές διαδρομές μας φέρνουν σε έξοχα ψυχικά τοπία ικανά να εγείρουν το θαυμασμό και να κινήσουν το ενδιαφέρον. Ο στωικά προτρεπτικός χαρακτήρας της γραφής, η λεπτότητα, η ευγένεια κι η αλήθεια - αυθεντικότητα του καταγεγραμμένου συναισθήματος, μακριά απ’ τις ψυχολογικές δίνες και κενολογίες του συρμού, κρατούν την αστραπή που γεννά η ποίηση του Θ.Λ. σε μια διάρκεια θαλπωρής, οικειότητας και συμ-παθείας και μετά την ανάγνωσή της.